Η Συνθήκη του Μάαστριχτ γέννησε ελπίδες, οι οποίες υπήρξαν ψευδείς. Και αυτό δεν άργησε να φανεί...
Στο προηγούμενο δημοσίευμα εξετάσαμε την σοφή επιφυλακτική θέση του Ανδρέα Παπανδρέου, απέναντι στην διαδικασία της ευρωπαϊκης "ενοποίησης", έτσι όπως αυτή εκφράστηκε, με την ευρωπαϊκή νομισματική και οικονομική ένωση, που βασικό της πυλώνα είχε την Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφηκε, πανηγυρικά, στις 7/2/1992 και πέρασε, μέσα από μια επίπονη διαδικασία επικυρώσεων από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν ήταν, πάντοτε εύκολη. Η δυσκολία υπήρξε στις χώρες, που προκήρύχθηκαν δημοψηφίσματα, για την κύρωσή της και ιδίως στην Γαλλία και στην Δανία, αφού στην Γαλλία τον Σεπτέμβριο του 1992, η Συνθήκη υπερψηφίστηκε από το 51% του εκλογικού σώματος, ενώ στην Δανία αρχικά καταψηφίστηκε, από το εκλογικό σώμα, για να υπερψηφιστεί, με νέο δημοψήφισμα, αργότερα και αφού είχε μεσολαβήσει η Συνθήκη του Εδιμβούργου, η οποία εξαιρούσε την Δανία από τα τέσσερα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
(Στην ανέμελη Ελλάδα ουδέποτε κάποιο ζήτημα που αφορούσε την Ε.Ο.Κ. / Ε.Ε. και την θέση της χώρας μας σε αυτήν, τέθηκε στην κρίση του πληθυσμού της. Η πολιτική ελίτ φοβούμενη ότι μπορεί να βρισκόταν, ενώπιον εκπλήξεων, απέφυγε συστηματικά, την υποβολή οποιουδήποτε ερωτήματος στο ελληνικό εκλογικό σώμα. Και φυσικά, έπραξε ανοήτως, διότι τώρα δεν έχει το άλλοθι της συνυπευθυνότητας του πληθυσμού, επωμιζόμενη, πλήρως και αμμερίστως, την ευθύνη για την λήψη των σχετικών αποφάσεων, που οδήγησαν την ελληνική οικονομία και κοινωνία στην παρούσα και εξελισσόμενη καταστροφή. Όχι, βέβαια, ότι μια οποιαδήποτε δημοψηφισματική διαδικασία, που θα οδηγούσε σε κατάφαση του εκλογικού σώματος στις δικές της καταστροφικές επιλογές, θα μετρίαζε τις πρωταρχικές ευθύνες της στρατηγικά ανόητης πολιτικοοικονομικής ελίτ του τόπου, αλλά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ως ένα φύλλο συκής, το οποίο, όμως, αφρόνως ποιούσα, δεν τόλμησε να εξασφαλίσει, προτιμώντας, πάντοτε, την εύκολη και άκοπη κοινοβουλευτική διαδικασία κύρωσης όλων των σημαντικών πράξεων και συνθηκών που αφορούσαν την Ε.Ο.Κ./Ε.Ε., την Ο.Ν.Ε. και την ευρωζώνη. Και για να είμαι, αντικειμενικός, οφείλω να πω ότι από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, μόνο το Κ.Κ.Ε. είχε σαφή αρνητική στάση, σε όλες τις ψηφοφορίες. Μπορεί να το έπραξε για λάθος λόγους. Αλλά το έπραξε. Και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επωμισθεί οποιαδήποτε ευθύνη).
Όπως, σωστά, περιέγραψε ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Συνθήκη του Μάαστριχτ αδιαφορούσε για την πραγματική και την ουσιαστική ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ενωμένη Ευρώπη δεν περνούσε, μέσα από αυτήν.
Η Συνθήκη φρόντιζε, κυρίως, για την νομισματική, με την δημιουργία, ως τελικής κατάληξης μιας μακράς πορείας, ενός κοινού νομίσματος και δευτερευόντως, για την οικονομική ένωση, αφού αυτή ήταν ανέφικτη στην συνήθη και κανονική μορφή της, λόγω των ιδιομορφιών του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου, ως προς την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, την επικρατούσα πολυγλωσσία, την έκταση του προστατευτισμού, μέσα στις οικονομίες.
Έτσι, κάθε χώρα που επιθυμούσε να υιοθετήσει το ευρώ έπρεπε να είναι εναρμονισμένη με τα κριτήρια σύγκλισης που εμπεριέχονταν στην Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Αυτά είχαν τις εξής προϋποθέσεις :
Αυτή ήταν η ελπίδα. Ήταν μια φρούδα ελπίδα, αλλά, τότε, αυτή η πραγματικότητα συγκαλύφθηκε, προκειμένου να γίνει πιστευτή η προπαγάνδιση της ψευδούς ιδέας ότι η ευρωζώνη, που σχεδιαζόταν στα χαρτιά και όδευε προς υλοποίηση, θα οδηγούσε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Φυσικά, η ευρωζώνη της Συνθήκης του Μάαστριχτ και οι Συνθήκες που ακολούθησαν, με τελευταία (πριν την βαθιά διεθνή οικονομική ύφεση του 2008, που κατέστησε σαφείς τις θεσμικές ανεπάρκειες αυτής της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης) την Συνθήκη της Λισαβώνας, που απαγόρευσε, ρητά, οποιαδήποτε διάσωση χώρας της ευρωζώνης, που κινδύνευε με χρεωκοπία, ήταν και απεδείχθη θνησιγενής.Μάργκαρετ Θάτσερ εκφωνεί στην Βουλή των Κοινοτήτων τον περίφημο ιστορικό της λόγο, με τα τρία "Όχι" στο ευρώ και την ζώνη του. Και φυσικά δικαιώθηκε...
Πριν από 22 χρόνια - και κάτι περισσότερο - η Μάργκαρετ Θάτσερ, εκφράζοντας τον κλασσικό βρετανικό σκεπτικισμό, για το επιχειρούμενο εγχείρημα, εκφώνησε στην Βουλή των Κοινοτήτων τον ιστορικό λόγο της με τα τρία "Όχι". Και φυσικά, δικαιώθηκε, πλήρως, προστατεύοντας την Βρετανία από την συμμετοχή της στο καταστροφικό (λόγω θνησιγένειας) εγχείρημα της ευρωζώνης.Φυσικά, οι λόγοι της παραδοσιακής καχυποψίας των Βρετανών, έναντι της ηπειρωτικής Ευρώπης και των προσπαθειών για την ενοποίησή της, έχουν μια στερεή ιστορική βάση, η οποία εμπεριέχει και τους φόβους των εκάστοτε βρετανικών ελίτ, οι οποίες έβλεπαν και βλέπουν, ακόμη και τώρα, τον κίνδυνο στρατηγικής περιθωριοποίησης της Βρετανίας, στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές περιβάλλον. Αλλά, οι απόψεις των Βρετανών, δεν αντανακλούσαν, απλά και μόνον τους φόβους τους. Οι βρετανικές ελίτ, ως ιστορικός φορέας του σύγχρονου καπιταλισμού και ως κληρονόμοι ενός αυτοκρατορικού πνεύματος αιώνων, μπορούσαν να διακρίνουν αυτό που οι ηπειρωτικοί Ευρωπαίοι ήσαν ανίκανοι να δουν και το οποίο οι Βρετανοί είχαν την οξυδέρκεια να το αφήσουν να εξελιχθεί, προκειμένου να εγκλωβίσουν και να παγιδεύσουν την γερμανική ισχύ, με σκοπό να την περιορίσουν
Η Margaret Thatcher μπόρεσε, από εκείνη την εποχή να διακρίνει και να το πει, ευθαρσώς και επιδεικνύοντας μια μακροπρόθεσμη στρατηγική οξύνεια πως η ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, κυρίως, για οικονομικούς λόγους, αφού, μέσα στο κοινό νόμισμα δεν θα μπορούσαν να συνεργασθούν τα μεγάλα,αλλά και τα μικρότερα, βιομηχανικά κράτη όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Φιλλανδία, μαζί με τις οικονομίες των μεγάλων βιομηχανικών, αλλά και λιγότερο ανταγωνιστικών κρατών (Ιταλία, Ισπανία, αλλά και Γαλλία) και τις ασθενείς οικονομίες των μικρών κρατών του Βορρά (Ιρλανδία), αλλά και του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία).
Η καλή φίλη του Ανδρέα Παπανδρέου (λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την πολύ καλή χημεία που είχε η Μάργκαρετ Θάτσερ, με τον ιδεολογικό της αντίπαλο Ανδρέα Παπανδρέου και τις μακρές συζητήσεις που είχαν, που τραβούσαν, όταν συναντιόντουσαν, πολύ πιο πέρα από το πρωτόκολλο, αφού η Θάτσερ είχε αδυναμία στους γοητευτικούς άνδρες, ενώ ο Ανδρέας ήξερε πως να γοητεύει το άλλο φύλο - και εδώ πρέπει να ειπωθεί, λόγω της γνωστής αδυναμίας του Ανδρέα στον γυναικείο ποδόγυρο και προς αποφυγή παρεξηγήσεων ότι η σχέση τους υπήρξε μόνο φιλική και τίποτε περισσότερο) δεν είχε καμμία αμφιβολία, για το ότι η Γερμανία θα έχει εμμονές με τον πληθωρισμό, ούτε και για το ότι το επίμονα σκληρό ευρώ θα προέκυπτε ότι ήταν ένα θανάσιμο εργαλείο για τις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, όποιου μεγέθους και αν ήσαν αυτές. Είτε μικρές, σαν την Ελλάδα, είτε μεγάλες, σαν την Ιταλία, την Ισπανία (ακόμη και την Γαλλία).
Αυτή την κληρονομιά άφησε πίσω της η Margaret Thatcher. Και αυτή η κληρονομιά είναι που καθόρισε την βρετανική πολιτική, απέναντι στην ευρωζώνη από το μακρινό 1990, έως σήμερα, παρά τις όποιες "αναθεωρητικές" τάσεις των διαδόχων της στην πρωθυπουργία της χώρας της, οι οποίες εκφράστηκαν, λελογισμένα, από τον Tony Blair, ο οποίος είναι αλήθεια ότι δεν τόλμησε να προχωρήσει στην κατάργηση της βρετανικής λίρας και στην υιοθέτηση του ευρώ, παρά το γεγονός ότι έκλεινε προς μια τέτοια πολιτική στάση.
Σήμερα, πλέον, είναι η Θάτσερ που επιβεβαιώνεται. Η έλευση της διεθνούς οικονομικής ύφεσης του 2008, η κρίση χρέους και οι λειτουργικές αδυναμίες του ευρώ και της ίδιας της ευρωζώνης, η οποία προηγήθηκε από την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, απέδειξαν αυτό που ξέραμε όλοι όσοι είχαμε ελάχιστες γνώσεις της οικονομικής επιστήμης και της νομισματικής ιστορίας. Ότι, δηλαδή, η ευρωζώνη είναι ουσιαστικά νεκρή, ενώ η, εκ των πραγμάτων και εκ των ενόντων, προκύπτουσα γερμανική ηγεμονία - μια ηγεμονία, όμως, την οποία αρνούνται να αναλάβουν και να χρηματοδοτήσουν, λόγω υψηλού κόστους, οι γερμανικές ελίτ, οι οποίες αρνούνται την συγχώνευση του κράτους τους και την υποταγή της κοινωνίας τους και των ιδίων, σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κρατικό μόρφωμα -, γεννά ξανά τους, επί μέρους, εθνικισμούς των ευρωπαϊκών λαών.
Άλλωστε, η δημιουργία του ευρώ και της ζώνης του, παρά το γεγονός ότι οι ιδρυτές και των δύο αρνούνται να την προχωρήσουν, μέχρι τις τελικές τις λογικές συνέπειες, επιμένοντας να κρατούν άταφη την ευρωζώνη και να την περιφέρουν, σαν ζόμπυ, ήταν και παραμένει, πρώτ' απ' όλα, μια πολιτική πράξη τεραστίου στρατηγικού μεγέθους και μόνον έτσι μπορεί να αντιμετωπισθεί.
Την αυταπάτη του ευρώ και της ζώνης του την εξέθρεψαν διάφοροι οικονομολόγοι, με πρώτον τον Robert Mundell, που πήρε τον τίτλο του πατέρα του ευρώ.
Ο Μαντέλ ανέπτυξε ένα θεωρητικό σχήμα, το οποίο - υποτίθεται ότι - χρησιμοποιήθηκε, ως εργαλείο, για την πορεία προς την Ο.Ν.Ε. και την δημιουργία της ευρωζώνης. Το σχήμα αυτό αφορούσε μια νομισματική ζώνη μέσα στην οποία τα οφέλη του κοινού νομίσματος θα ήταν δυνατόν να υπερβαίνουν τα κόστη. Διατύπωσε, λοιπόν, ο Μαντέλτην λεγόμενη θεωρία της βέλτιστης νομισματικής περιοχής, έχοντας σαν βάση τα εξής κριτήρια :
1) Συγχρονισμός (λιγότερο, ή περισσότερο) των οικονομικών κύκλων των χωρών που έχουν κοινό νόμισμα.
2) Πλήρης ελευθερία στην διασυνοριακή κινητικότητα των εργαζομένων, με στόχο να αντισταθμίζονται οι ανισορροπίες στην προσφορά και στην ζήτηση της απασχόλησης.
3) Ευελιξία στις τιμές και τους μισθούς ώστε να μπορούν να εξισορροπούνται οι διαφορές στην ανταγωνιστικότητα.
4) Υπαρξη κοινών δημοσιονομικών πόρων, εάν κάποιο από τα 3 προηγούμενα κριτήρια δεν ικανοποιείται, για να μπορούν οι χώρες, που βρίσκονται, μέσα στην νομισματική ζώνη, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση που προκύπτει όπως κάνουν οι ομοσπονδιακές μεταβιβάσεις και οι φοροαπαλλαγές, που λειαίνουν και εξισορροπούν τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των ομοσπονδιακών Πολιτειών των ΗΠΑ.
Το κρίσιμο σημείο στο όλο θεωρητικό σχήμα βρίσκεται στο τέταρτο κριτήριο. Το κριτήριο αυτό είναι και η αχίλλειος πτέρνα του σχήματος αυτού, που σχετίζεται με την λειτουργία μιας νομισματικής ένωσης, με κοινό νόμισμα, σε σύγχρονες συνθήκες. Και τούτο διότι η ύπαρξή του παραπέμπει σε άλλο σχήμα, το οποίο είναι παντελώς διάφορο, αυτού του οποίου περιγράφεται από τα άλλα 3 κριτήρια και συνιστά, αλλαγή παραδείγματος διότι, ουσιαστικά, δεν παραπέμπει στην λειτουργία μιας νομισματικής ζώνης, αλλά οδηγεί σε ένα ομοσπονδιακό κράτος.
Όμως, αυτοί, που έδωσαν υπόσταση στο ευρώ και την ζώνη του, αυτοί που υλοποίησαν τις προβλέψεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αγνόησαν, πλήρως, αυτή την θεωρητική κατασκευή. Δεν αγνόησαν, μόνον, το 4ο κριτήριο, το οποίο, ούτως, ή άλλως, δεν θέλησαν να το κάνουν πράξη, και τούτο διότι την ευρωζώνη την έκαναν, για να αποφύγουν μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία και όχι για να την δημιουργήσουν, αφήνοντας να επικρέμαται η πεποίθηση ότι το ίδιο το ευρώ θα οδηγούσε σε σύγκλιση των οικονομιών και πρώτο τους μέλημα - με πολλές αντιφάσεις και ανατροπές - φάνηκε ότι ήταν το να επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών.
Αγνόησαν και τα άλλα 3 κριτήρια, αφου έβαλαν μέσα στην ευρωζώνη χώρες με οικονομίες οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν μεταξύ τους, οι οικονομικοί τους κύκλοι ήσαν εντελώς διάφοροι και αποκλίνοντες και με πλήρως διαφορετική ευελιξία στους μισθούς, στα εισοδήματα και στα κόστη.
Πέρα από την αγνόηση των 4 κριτηρίων για την βέλτιστη λειτουργία μιας σύγχρονης νομισματικής ένωσης χωρών, με κοινό νόμισμα, το θεωρητικό σχήμα έπασχε από την έλλειψη πρόβλεψης μιας ενιαίας εποπτείας του τραπεζικού συστήματος, μέσα την νομισματική ένωση. Αυτή η έλλειψη δημιούργησε, ακόμα περισσότερα προβλήματα, τα οποία ο Μαντέλ δεν στάθηκε δυνατόν να προβλέψει. Και αυτή η έλλειψη οδήγησε στην αποδόμηση της ευρωζώνης, η κρίση της οποίας, πέρα από κρίση χρέους, είναι, σε οικονομικό επίπεδο, πρωτίστως, τραπεζική κρίση, αφού το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι πλήρως χρεωκοπημένο.
Οι εντελώς ξεχαρβαλωμένοι κανόνες δανεισμού και η ανυπαρξία μιας πραγματικής Κεντρικής Τράπεζας, με τον ρόλο του δανειστή της τελευταίας καταφυγής, επέτρεψαν στις τράπεζες της Ιρλανδίας, της Γερμανίας και άλλων κρατών να συσσωρεύσουν τεράστια μεγέθη τοξικών χρεών, από ενυπόθηκα στεγαστικά και λοιπά καταναλωτικά δάνεια, που απλώθηκαν μέχρι τα κρατικά χρεόγραφα των ασθενέστερων κρατών της ευρωζώνης, επί των οποίων έγινε μια συστηματική κερδοσκοπία, στην οποία βασικό ρόλο έπαιξε η Ε.Κ.Τ. και την οποία στήριξαν οι κανόνες της ευρωζώνης, που απαγορεύουν τις παρεμβάσεις της Ε.Κ.Τ. στην πρωτογενή αγορά των κρατικών ομολόγων, για χάρη της κερδοσκοπίας των εμπορικών και των "επενδυτικών" τραπεζών και των funds του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Έτσι το κόστος διάσωσης των τραπεζών μετέτρεψε την ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση, από τοπική κρίση, σε συστημική και έφερε τα δημοσιονομικά της Ιρλανδίας στην απόλυτη έκρηξη, με το ίδιο αποτέλεσμα. Για να βουλιάξει στην συνέχεια και η υπόλοιπη ευρωζώνη, επειδή η Γερμανία αγωνίζεται να αποφύγει την δική της χρεωκοπία, οδηγώντας σε αυτήν τις ασθενέστερες χώρες της ευρωζώνης.
Αυτό δεν φάνηκε στην αρχή. Στην αρχή, επιφανειακά, φάνηκε ότι ο συσχετισμός των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ της Γερμανίας και άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης ενισχύθηκε μετά την εισαγωγή του ευρώ. Αυτό, όμως, ήταν μια αυταπάτη, την οποία διέλυσε η έλευση της, μετρίας εντάσεως, διεθνούς οικονομικής ύφεσης του 2008 και η καταλυτική εσωτερίκευσή της στην ευρωζώνη.
Όμως, οι εξελίξεις, ήδη, από την αρχή της ευρωζώνης, ανέδειξαν πλήρως τις αδυναμίες της ευρωζώνης, η οποία ουδόλως ήταν "βέλτιστη νομισματική περιοχή".
Η μετατροπή της Κίνας σε παγκόσμιο παραγωγό βιομηχανικών αγαθών, με την τεχνολογική στήριξη της Γερμανίας (γεγονός το οποίο οι Η.Π.Α., ουδόλως, καλοβλέπουν και για το οποίο η γερμανική ελίτ θα πληρώσει βαρύ τίμημα), για παράδειγμα, μπορεί να ωφέλησε την εξαγωγική βιομηχανία της Γερμανίας και τους ξέφρενους αναπτυξιακούς ρυθμούς του ασιατικού γίγαντα - ο οποίος είναι πλεονασματικός, αν και έχει ξεκινήσει από χαμηλή βάση, με καθαρή τελική θέση στις εξαγωγές στα 240 δισ. $ και με καθαρή τελική θέση αποθέματος επενδύσεων από το εξωτερικό, περί τα 545 δισ. $ το 2012 -, αλλά, γονάτισε όμως και οδήγησε σε αποκλίσεις τις οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι οποίες στηριγμένες σε βιομηχανικές μονάδες χαμηλού κόστους βρέθηκαν με τεράστια εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματα και επειδή δεν μπορούσαν να μειώσουν τους μισθούς, όπως έκανε συστηματικά, η Γερμανία, από τις αρχές του 1990, τόσο όσο ήταν απαραίτητο για να μείνουν ανταγωνιστικές, με αποτέλεσμα να καταφύγουν στον δανεισμό, για να καλύψουν το επίπεδα κατανάλωσής τους, κάτι που συνετέλεσε πολύ στο πρόβλημα του χρέους τους. Και φυσικά οδήγησε και στην χρεωκοπία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα, με προεξάρχουσες τις τράπεζες της Γερμανίας και των άλλων πλεονασματικών χωρών, γεγονός που οδηγεί τις ελίτ των χωρών αυτών να προσπαθούν να εισπράξουν, με όποιον τρόπο μπορούν και ό,τι μπορούν, από τα χρεωστούμενα.
Αλλά η γερμανική βιομηχανική πολιτική, με τον εξωστρεφή χαρακτήρα της και την δημιουργία πλεονασμάτων, οδήγησε σε καθαρές απώλειες εισοδήματος, από το σύνολο της οικονομίας της ευρωζώνης, αφού μπορεί, σε επίπεδο εξαγωγών - εισαγωγών, να έχει καθαρή τελική θέση, περί τα 220 δισ. $ το 2012 και το ισοζύγιο είναι, έντονα, πλεονασματικό, για την Γερμανία, αλλά σε επίπεδο αποθέματος άμεσων επενδύσεων, προς και από το εξωτερικό, έχει καθαρή τελική θέση αποθέματος επενδύσεων προς το εξωτερικό, περί τα 530 δισ. $ το 2012 , γεγονός που, εάν γίνουν οι τελικοί συμψηφισμοί, με τις συναλλαγές που έχει η χώρα, με την λοιπή ευρωζώνη, παραπέμπει σε μια μεγάλη μεταφορά κεφαλαίων και εν γένει εισοδήματος από την χώρα αυτή, σε προορισμούς, εκτός ευρωζώνης, γεγονός το οποίο, φυσικά, σημαίνει ότι αυτό το εισόδημα δεν αφαιρείται, μόνον από την γερμανική οικονομία, αλλά και απο την οικονομία της ευρωζώνης, ως συνόλου και δικαιολογεί την επίμονη γερμανική πολιτική της πανευρωπαϊκής λιτότητας, αφού, σε αυτήν στηρίζεται ο συγκεκριμένος μηχανισμός λειτουργίας της γερμανικής οικονομικής μηχανής, η οποία, παράλληλα, για να διατηρήσει τον εξωστρεφή χαρακτήρα της και τον εξαγωγικό της προσανατολισμό, στηρίζεται στην διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, γεγονός που παραπέμπει σε χαμηλή συνολική εσωτερική ζήτηση και μια χαμηλή διεισδυτική δυνατότητα των λοιπών χωρών της ευρωζώνης στην γερμανική αγορά, λόγω των περιορισμών που τίθενται από το ελλιπές μέγεθος της συναθροιστικής καταναλωτικής ζήτησης της γερμανικής οικονομίας, προϊόν της πολιτικής της συμπίεσης του μισθωτικού κόστους, που επιβάλει η γερμανική ελίτ, χρησιμοποιώντας ως αποτελεσματικό όργανο και το ακριβό, μεν, για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, αλλά και επαρκώς, για την γερμανική οικονομία, υποτιμημένο ευρώ.
Τέτοιου είδους διαπλανητικές κινήσεις κεφαλαίων και η απόσυρσή τους απο την ενεργό κυκλοφορία, λόγω υπεραποταμίευσης, που ήταν προϊόν και μιας απίστευτα μεγάλης στρέβλωσης της κατανομής του εισοδήματος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μια στρέβλωση, που ευνόησε, σκανδαλωδώς, τα εισοδηματικά ανώτερα στρώματα του πληθυσμού των χωρών αυτών, μαζύ με το γεγονός ότι η διαρκής και ολοένα και αυξανόμενη μέγέθυνση του πλούτου των κοινωνιών αυτών, τείνει να απορρυθμίζει την συνάρτηση της συναθροιστικής ζήτησης των οικονομιών αυτών, ήταν επόμενο να οδηγήσουν, προϊόντος του χρόνου, σε φθίνοντα επίπεδα κατανάλωσης.
Ο John Maynard Keynes είχε περιγράψει τον μηχανισμό και τις αιτίες των καπιταλιστικών υφέσεων και κρίσεων, ήδη, από την δεκαετία του 1920, πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930. Πάνω από 80 χρόνια, μετά, οι σύχρονες ελίτ του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου δεν τον άκουσαν και επέστρεψαν σε αναλύσεις και ερμηνείες, οι οποίες ήσαν απλές παραλλαγές των ανούσιων και εξωπραγματικών ισχυρισμών των κλασικών φιλελύθερων οικονομολόγων της εποχής του.
Από εκεί και πέρα, η πορεία προς την διεθνή οικονομική ύφεση του 2008 και η εσωτερίκευση αυτής της ύφεσης, σε επίπεδα κρίσης, στην χαοτική ευρωζώνη ήταν κάτι που ήταν λογικό να έλθει, σύμφωνα με το κλασικό μοντέλο της κεύνσιανής οικονομικής ανάλυσης, όπως μας το έχει περιγράψει ο John Maynard Keynes, από την δεκαετία του 1920 και ιδιαίτερα, κατά την δεκαετία του 1930, με το ξέσπασμα της GREAT DEPRESSION κατά την δεκαετία αυτή και το οποίο μοντέλο ανάλυσης αφορά τα αίτια και το ξέσπασμα των οικονομικών υφέσεων και κρίσεων, που, ως γνωστόν, είναι προϊόντατης πτώσης της οριακής και της μέσης ροπής προς κατανάλωση. Είναι δηλαδή υφέσεις και κρίσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν καθαρά με την καταναλωτική σφαίρα του οικονομικού συστήματος, συνδυαζόμενα και με της διαδικασία της διανομής, ήτοι, με την κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος στις εισοδηματικές κατηγορίες του πληθυσμού, όσο και αν οι άρχουσες πολιτικοοικονομικές ελίτ το αρνούνται, πεισματικά, αποδίδοντας την έλευση της κρίσης στην σφαίρα της παραγωγής και της φθίνουσας ανταγωνιστικότητας, ο συνδυασμός των οποίων οδηγεί σε αντίστροφη πολιτική λύσεων, η οποία, μέσω της "τόνωσης της προσφοράς", θέλει να αυξήσει την ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, ανάμεσα στις εισοδηματικές κατηγορίες του πληθυσμού, ούτως ώστε να καταστεί η μη ανταγωνιστική παραγωγή φθηνότερη και ανταγωνιστική. Και φυσικά, με τον τρόπο αυτό, διαιωνίζει την ίδια την κρίση, καθιστώντας την βαθύτερη και ολοένα και περισσότερο επιδεινούμενη.
Έτσι, οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν έχουν και πολλές επιλογές :
Ή θα προχωρήσουν στην ταφή της ευρωζώνης και στην θέση της θα οικοδομήσουν μια πολιτική ένωση, με ομοσπονδιακή μορφή και κεντρική κυβέρνηση, η οποία θα θέσει, υπό τον άμεσο έλεγχό της και υπό τις διαταγές της, την Ε.Κ.Τ., προκειμένου να ασκήσει ενιαία δημοσιονομική και ευρύτερη οικονομική πολιτική.
Ή θα διαλύσουν το μαγαζί, θα εγκαταλείψουν το ευρώ και την ζώνη του και θα επιστρέψουν στα παλιά τους νομίσματα.
Και οι δύο λύσεις δεν είναι εύκολες. Ούτε και η Γερμανία - αν και το σκέπτεται - μπορεί να εγκαταλείψει, αυτοβούλως, το ευρώ. Και αυτό όχι μόνον για λόγους συμφέροντος. Είναι γνωστό (έχω κάνει, άλλωστε, πολλές αναφορές σε αυτό το ζήτημα) ότι το κοινό νόμισμα και η ευρωζώνη γεννήθηκαν από φόβο. (Το συμφέρον ήλθε μετά). Το ευρώ, το οποίο είναι ένα νόμισμα, που δεν το στηρίζει ένα κράτος ήταν ένα αντιστάθμισμα στην γερμανική ενοποίηση η οποία έγινε αποδεκτή με πολύ άγχος και φόβο για την νέα γερμανική ισχύ.
O Francois Mitterand δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής στον Helmut Kohl. Η γερμανική ενοποίηση περνούσε μέσα από την χαλιναγώγηση της Γερμανίας και την καθυπόταξη των φιλοδοξιών της, που μπορούσαν να γίνουν, με την ένταξή της μέσα σε ένα ασφυκτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο θα δέσμευε, οριστικά, την Γερμανία, ως εταίρο. Και το πλαίσιο αυτό δεν ήταν άλλο από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, το ευρώ και την ζώνη του. Ο Γερμανός καγκελάριος δεν είχε άλλη επιλογή...
Την περίοδο 1989-1991, η ταχεία κατάρρευση του "σοσιαλιστικού στρατοπέδου" στην ανατολική Ευρώπη και της ίδιας της "Ε.Σ.Σ.Δ." στην συνέχεια, αιφνιδίασε τους πάντες. Η κοινή αντίδραση μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών ήταν ένα τεράστιο άγχος, συνοδευόμενο από τον φόβο για τα μελλούμενα. Αυτό ισχύει, κυρίως, για την Βρετανία και την Γαλλία, αλλά και για τον "απόμακρο επικυρίαρχο", τις Η.Π.Α. Έτσι, ηΜάργκαρετ Θάτσερ και ο Φρανσουά Μιττεράν ήταν κάτι περισσότερο από φοβισμένοι από μια προοπτική ενός 4ου γερμανικού Ράϊχ και ο Τζωρτζ Μπους (ο πατέρας) δεν είχε αντίρρηση. Οι τοποθετήσεις των Ευρωπαίων ηγετών ήσαν απολύτως σαφείς και είχαν να κάνουν με τον αναγεννημένο εθνικισμό της πολυπληθέστερης και της, οικονομικά, περισσότερο ισχυρής χώρας της ηπειρωτικής Ευρώπης και την τιθάσευσή του. Και οΜιττεράν και η Θάτσερ είδαν ότι η γεωπολιτική κατάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο είχε επιστρέψει στην κατάσταση του 1900 και ότι, αν την άφηναν χωρίς έλεγχο θα εξελισσόταν στην κατάσταση που επικράτησε στην Ευρώπη την περίοδο 1913-1914, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το απειλητικό φάσμα των "Ούνων" ήταν και πάλι παρόν.
Αυτό ήταν το κλίμα μέσα στο οποίο γεννήθηκε το ευρώ και φυσικά, για τους Γερμανούς ήταν ξεκάθαρο, αφού ο Φρανσουά Μιττεράν κατέστησε σαφές στον Χέλμουτ Κολ, όπως και το σύνολο της γαλλικής ελίτ στην αντίστοιχη γερμανική, ότι η νομισματική ένωση και το κοινό νόμισμα ήταν, εκ των ων ουκ άνευ, προκειμένου να αποδεχθεί η Γαλλία την ολοκλήρωση της γερμανικής ενοποίησης. Και φυσικά, η καθαρή αυτή θέση υποστηρίχθηκε και από τον Αγγλοσαξωνικό κόσμο (Η.Π.Α. - Βρετανία), αφού η Γερμανία ετίθετο, υπό μια επιτροπεία, που εξυπηρετούσε και τα αμερικανοβρετανικά συμφέροντα, πολύ περισσότερο που οι Η.Π.Α. δεν ήσαν κομμάτι της ευρωπαϊκής γεωγραφίας και δεν συμμετείχαν στο εγχείρημα αυτό, ενώ η Βρετανία, που αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής γεωγραφίας, επέλεξε να μην συμμετάσχει, γνωρίζοντας, όπως έχω ήδη πει, τις εμμονές των Γερμανών και τις χαοτικές ατέλειες του σχεδιασμού της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
Ο Χέλμουτ Κολ και η γερμανική ελίτ δεν είχαν άλλες επιλογές. Είτε θα εγκατέλειπαν την γερμανική ενοποίηση, είτε θα δέχονταν τις αξιώσεις των νικητών τους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Επέλεξαν να αποδεχθούν την συμμετοχή τους στην μελλοντική ευρωπαϊκή νομισματική ένωση και προσπάθησαν να την περιορίσουν στις ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης. Φυσικά ο γερμσνικός λαός δεν ρωτήθηκε, για την θεμελιακή αυτή μεταβολή, η οποία έγινε, σε αντίθεση, με τη γνώμη της μεγίστης πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας, ο οποίος, με ποσοστά, γύρω στο 70%, ήταν καχύποπτος, για τους μελλοντικούς σχεδιασμούς των ευρωπαϊκών ελίτ και δεν έβλεπε, για ποιόν λόγο έπρεπε να θυσιάσει το μάρκο, για χάρη της Ευρώπης, την οποία υποψιαζόταν ότι θα πλήρωνε. (Και οι υποψίες του δεν ήσαν αβάσιμες).
Ο Κολ προσπάθησε να επιβάλλει στους Γάλλους την ιδέα ότι το νέο νόμισμα θα πρέπει να περιοριστεί στις πλεονασματικές χώρες του Βορρά. Για το λόγο αυτό, τα οικονομικά κριτηρία, που ανέφερα στην αρχή, προστέθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι Γάλλοι επέτρεψαν στους Γερμανούς να θέσουν τους σκληρούς κανόνες του Μάαστριχτ, αλλά, όταν ήλθε η ώρα της υλοποίησης του σχεδιασμού και της συγκρότησης της ευρωζώνης, το 1999, επέβαλαν στους Γερμανούς την καταστρατήγηση όλων των κριτηρίων, που είχαν προβλεφθεί από την Συνθήκη του Μάαστριχτ, προκειμένου να υποχρεώσουν, ακόμη, περισσότερο, την Γερμανία να εμπλακεί στην όλη διαδικασία και να δεσμευθεί στον ύψιστο δυνατό βαθμό, αλλά και ως κίνητρο, για τον γαλλογερμανικό χρηματοπιστωτικό τομέα, για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους, αφού η ένταξη των αδύναμων ελλειμματικών χωρών στην ευρωζώνη θα διεύρυνε τα κέρδη της Γερμανίας και των άλλων πλεονασματικών χωρών- μόνο που δεν έλαβαν υπόψη τους το γεγονός της έλευσης της διεθνούς ύφεσης, που ήλθε το 2008, η οποία κατέδειξε ότι τα κέρδη αυτά δεν αρκεί να είναι μόνο στα χαρτιά, αλλά θα πρέπει να είναι υλοποιήσιμα και πραγματικά.
Αυτή είναι η αλήθεια. Η γερμανική ελίτ πάσχει από επαρχιωτισμό, διακατέχεται από εθνικιστική νοοτροπία, γεγονός που της δημιουργεί μια στενή αντίληψη, γύρω από την έννοια του συμφέροντος και πάσχει από ηγετικό έλλειμμα και δεν έχει να προτείνει κάποιο ριζοσπαστικό (ή και συντηρητικό, έστω) όραμα για την Ευρώπη, ως σύνολο και ως ενιαία οντότητα, η οποία Ευρώπη, όσο και αν την επικαλούνται όλοι και αναφέρονται, σε αυτήν, απλώς, δεν υπάρχει. Έτσι, η γερμανική ελίτ δεν επιθυμεί να αναλάβει τα βάρη της ευρωζώνης, γιατί δεν επιθυμεί να αναλάβει το κατεδαφιστικό, για την ίδια, πολιτικό και το βαρύτατο οικονομικό τίμημα, που απαιτεί και συνεπάγεται μια τέτοια ανάληψη ηγετικής ευθύνης.
Πολύ απλά, οι Γερμανοί δεν θέλουν να επωμισθούν το τεράστιο βάρος των άλλων Ευρωπαίων. Ο Βόλφγκανγκ Σόϋμπλε το έχει εκφράσει πολύ καθαρά, όταν του αναφέρουν ότι η Ελλάδα και η ευρωζώνη χρειάζονται ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλλ : "Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι έκαναν οι Η.Π.Α., μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο". Και φυσικά, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών λέει την μισή αλήθεια. Δεν είναι, απλά, ότι δεν μπορούν. Είναι και ότι δεν θέλουν.
Έτσι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι δεν ήθελαν να ενοποιηθεί η Γερμανία, της ζητούν να δεχθεί, για χάρη του ευρώ, το οποίο ουδέποτε αγάπησαν οι Γερμανοί και το οποίο επεβλήθη στον απρόθυμο γερμανικό λαό, να τους ενοποιήσει. Και φυσικά, η Γερμανία αυτό δεν θέλει να το κάνει.
Και όσο δεν μπορεί και δεν της επιτρέπεται να φύγει απο την ευρωζώνη, λόγω των γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων των Ευρωπαίων και των Η.Π.Α., η γερμανική ελίτ θα επιμένει στην τήρηση των συμφωνιών και στην παραμονή της ευρωζώνης, ως αυτό που είναι. Δηλαδή, ως νομισματικής ένωσης, αρνούμενη την μετατροπή της σε ευρωομοσπονδία.
Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το αδιέξοδο της ευρωζώνης.
Και αυτό θα παραμείνει για καιρό...
Πηγή :http://tassosanastassopoulos.blogspot.gr
Στο προηγούμενο δημοσίευμα εξετάσαμε την σοφή επιφυλακτική θέση του Ανδρέα Παπανδρέου, απέναντι στην διαδικασία της ευρωπαϊκης "ενοποίησης", έτσι όπως αυτή εκφράστηκε, με την ευρωπαϊκή νομισματική και οικονομική ένωση, που βασικό της πυλώνα είχε την Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία υπογράφηκε, πανηγυρικά, στις 7/2/1992 και πέρασε, μέσα από μια επίπονη διαδικασία επικυρώσεων από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν ήταν, πάντοτε εύκολη. Η δυσκολία υπήρξε στις χώρες, που προκήρύχθηκαν δημοψηφίσματα, για την κύρωσή της και ιδίως στην Γαλλία και στην Δανία, αφού στην Γαλλία τον Σεπτέμβριο του 1992, η Συνθήκη υπερψηφίστηκε από το 51% του εκλογικού σώματος, ενώ στην Δανία αρχικά καταψηφίστηκε, από το εκλογικό σώμα, για να υπερψηφιστεί, με νέο δημοψήφισμα, αργότερα και αφού είχε μεσολαβήσει η Συνθήκη του Εδιμβούργου, η οποία εξαιρούσε την Δανία από τα τέσσερα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
(Στην ανέμελη Ελλάδα ουδέποτε κάποιο ζήτημα που αφορούσε την Ε.Ο.Κ. / Ε.Ε. και την θέση της χώρας μας σε αυτήν, τέθηκε στην κρίση του πληθυσμού της. Η πολιτική ελίτ φοβούμενη ότι μπορεί να βρισκόταν, ενώπιον εκπλήξεων, απέφυγε συστηματικά, την υποβολή οποιουδήποτε ερωτήματος στο ελληνικό εκλογικό σώμα. Και φυσικά, έπραξε ανοήτως, διότι τώρα δεν έχει το άλλοθι της συνυπευθυνότητας του πληθυσμού, επωμιζόμενη, πλήρως και αμμερίστως, την ευθύνη για την λήψη των σχετικών αποφάσεων, που οδήγησαν την ελληνική οικονομία και κοινωνία στην παρούσα και εξελισσόμενη καταστροφή. Όχι, βέβαια, ότι μια οποιαδήποτε δημοψηφισματική διαδικασία, που θα οδηγούσε σε κατάφαση του εκλογικού σώματος στις δικές της καταστροφικές επιλογές, θα μετρίαζε τις πρωταρχικές ευθύνες της στρατηγικά ανόητης πολιτικοοικονομικής ελίτ του τόπου, αλλά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, ως ένα φύλλο συκής, το οποίο, όμως, αφρόνως ποιούσα, δεν τόλμησε να εξασφαλίσει, προτιμώντας, πάντοτε, την εύκολη και άκοπη κοινοβουλευτική διαδικασία κύρωσης όλων των σημαντικών πράξεων και συνθηκών που αφορούσαν την Ε.Ο.Κ./Ε.Ε., την Ο.Ν.Ε. και την ευρωζώνη. Και για να είμαι, αντικειμενικός, οφείλω να πω ότι από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα, μόνο το Κ.Κ.Ε. είχε σαφή αρνητική στάση, σε όλες τις ψηφοφορίες. Μπορεί να το έπραξε για λάθος λόγους. Αλλά το έπραξε. Και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επωμισθεί οποιαδήποτε ευθύνη).
Όπως, σωστά, περιέγραψε ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Συνθήκη του Μάαστριχτ αδιαφορούσε για την πραγματική και την ουσιαστική ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η ενωμένη Ευρώπη δεν περνούσε, μέσα από αυτήν.
Η Συνθήκη φρόντιζε, κυρίως, για την νομισματική, με την δημιουργία, ως τελικής κατάληξης μιας μακράς πορείας, ενός κοινού νομίσματος και δευτερευόντως, για την οικονομική ένωση, αφού αυτή ήταν ανέφικτη στην συνήθη και κανονική μορφή της, λόγω των ιδιομορφιών του ευρωπαϊκού οικονομικού χώρου, ως προς την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, την επικρατούσα πολυγλωσσία, την έκταση του προστατευτισμού, μέσα στις οικονομίες.
Έτσι, κάθε χώρα που επιθυμούσε να υιοθετήσει το ευρώ έπρεπε να είναι εναρμονισμένη με τα κριτήρια σύγκλισης που εμπεριέχονταν στην Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Αυτά είχαν τις εξής προϋποθέσεις :
- Οι ισοτιμίες του νομίσματος της κάθε χώρας έπρεπε να μείνουν μέσα στη ζώνη που ορίζει ο Μηχανισμός Συναλλαγματικών Ισοτιμιών για δύο χρόνια, κατ' ελάχιστο όριο.
- Τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν μπορούσαν να ξεπερνούν περισσότερο από δύο ποσοστιαίες μονάδες τα επιτόκια των τριών καλύτερων κρατών της νομισματικής ένωσης.
- Ο πληθωρισμός πρέπει να είναι κάτω από μια κυλιόμενη, μεν, αλλά, σε κάθες περίπτωση μικρή τιμή αναφοράς. Αυτό σημαίνει ότι, μέσα σε τρία χρόνια οι τιμές δεν έπρεπε να είναι μεγαλύτερες, από 1,5%, σε σχέση με τις αντίστοιχες του καλύτερου κράτους της ευρωζώνης.
- Το δημόσιο χρέος πρέπει να είναι μικρότερο από, ή ίσο με, το 60% του ΑΕΠ, ή να κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, εμφανίζοντας πτωτική τάση, εφόσον είναι μεγαλύτερο και να τείνει προς το ποσοστό αυτό) και
- Τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών να είναι μικρότερα από - ή ίσα με - το 3% του ΑΕΠ.
Αυτή ήταν η ελπίδα. Ήταν μια φρούδα ελπίδα, αλλά, τότε, αυτή η πραγματικότητα συγκαλύφθηκε, προκειμένου να γίνει πιστευτή η προπαγάνδιση της ψευδούς ιδέας ότι η ευρωζώνη, που σχεδιαζόταν στα χαρτιά και όδευε προς υλοποίηση, θα οδηγούσε στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Φυσικά, η ευρωζώνη της Συνθήκης του Μάαστριχτ και οι Συνθήκες που ακολούθησαν, με τελευταία (πριν την βαθιά διεθνή οικονομική ύφεση του 2008, που κατέστησε σαφείς τις θεσμικές ανεπάρκειες αυτής της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης) την Συνθήκη της Λισαβώνας, που απαγόρευσε, ρητά, οποιαδήποτε διάσωση χώρας της ευρωζώνης, που κινδύνευε με χρεωκοπία, ήταν και απεδείχθη θνησιγενής.Μάργκαρετ Θάτσερ εκφωνεί στην Βουλή των Κοινοτήτων τον περίφημο ιστορικό της λόγο, με τα τρία "Όχι" στο ευρώ και την ζώνη του. Και φυσικά δικαιώθηκε...
Πριν από 22 χρόνια - και κάτι περισσότερο - η Μάργκαρετ Θάτσερ, εκφράζοντας τον κλασσικό βρετανικό σκεπτικισμό, για το επιχειρούμενο εγχείρημα, εκφώνησε στην Βουλή των Κοινοτήτων τον ιστορικό λόγο της με τα τρία "Όχι". Και φυσικά, δικαιώθηκε, πλήρως, προστατεύοντας την Βρετανία από την συμμετοχή της στο καταστροφικό (λόγω θνησιγένειας) εγχείρημα της ευρωζώνης.Φυσικά, οι λόγοι της παραδοσιακής καχυποψίας των Βρετανών, έναντι της ηπειρωτικής Ευρώπης και των προσπαθειών για την ενοποίησή της, έχουν μια στερεή ιστορική βάση, η οποία εμπεριέχει και τους φόβους των εκάστοτε βρετανικών ελίτ, οι οποίες έβλεπαν και βλέπουν, ακόμη και τώρα, τον κίνδυνο στρατηγικής περιθωριοποίησης της Βρετανίας, στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές περιβάλλον. Αλλά, οι απόψεις των Βρετανών, δεν αντανακλούσαν, απλά και μόνον τους φόβους τους. Οι βρετανικές ελίτ, ως ιστορικός φορέας του σύγχρονου καπιταλισμού και ως κληρονόμοι ενός αυτοκρατορικού πνεύματος αιώνων, μπορούσαν να διακρίνουν αυτό που οι ηπειρωτικοί Ευρωπαίοι ήσαν ανίκανοι να δουν και το οποίο οι Βρετανοί είχαν την οξυδέρκεια να το αφήσουν να εξελιχθεί, προκειμένου να εγκλωβίσουν και να παγιδεύσουν την γερμανική ισχύ, με σκοπό να την περιορίσουν
Η Margaret Thatcher μπόρεσε, από εκείνη την εποχή να διακρίνει και να το πει, ευθαρσώς και επιδεικνύοντας μια μακροπρόθεσμη στρατηγική οξύνεια πως η ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, κυρίως, για οικονομικούς λόγους, αφού, μέσα στο κοινό νόμισμα δεν θα μπορούσαν να συνεργασθούν τα μεγάλα,αλλά και τα μικρότερα, βιομηχανικά κράτη όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Φιλλανδία, μαζί με τις οικονομίες των μεγάλων βιομηχανικών, αλλά και λιγότερο ανταγωνιστικών κρατών (Ιταλία, Ισπανία, αλλά και Γαλλία) και τις ασθενείς οικονομίες των μικρών κρατών του Βορρά (Ιρλανδία), αλλά και του Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία).
Η καλή φίλη του Ανδρέα Παπανδρέου (λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν την πολύ καλή χημεία που είχε η Μάργκαρετ Θάτσερ, με τον ιδεολογικό της αντίπαλο Ανδρέα Παπανδρέου και τις μακρές συζητήσεις που είχαν, που τραβούσαν, όταν συναντιόντουσαν, πολύ πιο πέρα από το πρωτόκολλο, αφού η Θάτσερ είχε αδυναμία στους γοητευτικούς άνδρες, ενώ ο Ανδρέας ήξερε πως να γοητεύει το άλλο φύλο - και εδώ πρέπει να ειπωθεί, λόγω της γνωστής αδυναμίας του Ανδρέα στον γυναικείο ποδόγυρο και προς αποφυγή παρεξηγήσεων ότι η σχέση τους υπήρξε μόνο φιλική και τίποτε περισσότερο) δεν είχε καμμία αμφιβολία, για το ότι η Γερμανία θα έχει εμμονές με τον πληθωρισμό, ούτε και για το ότι το επίμονα σκληρό ευρώ θα προέκυπτε ότι ήταν ένα θανάσιμο εργαλείο για τις οικονομικά ασθενέστερες χώρες, όποιου μεγέθους και αν ήσαν αυτές. Είτε μικρές, σαν την Ελλάδα, είτε μεγάλες, σαν την Ιταλία, την Ισπανία (ακόμη και την Γαλλία).
Αυτή την κληρονομιά άφησε πίσω της η Margaret Thatcher. Και αυτή η κληρονομιά είναι που καθόρισε την βρετανική πολιτική, απέναντι στην ευρωζώνη από το μακρινό 1990, έως σήμερα, παρά τις όποιες "αναθεωρητικές" τάσεις των διαδόχων της στην πρωθυπουργία της χώρας της, οι οποίες εκφράστηκαν, λελογισμένα, από τον Tony Blair, ο οποίος είναι αλήθεια ότι δεν τόλμησε να προχωρήσει στην κατάργηση της βρετανικής λίρας και στην υιοθέτηση του ευρώ, παρά το γεγονός ότι έκλεινε προς μια τέτοια πολιτική στάση.
Σήμερα, πλέον, είναι η Θάτσερ που επιβεβαιώνεται. Η έλευση της διεθνούς οικονομικής ύφεσης του 2008, η κρίση χρέους και οι λειτουργικές αδυναμίες του ευρώ και της ίδιας της ευρωζώνης, η οποία προηγήθηκε από την δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, απέδειξαν αυτό που ξέραμε όλοι όσοι είχαμε ελάχιστες γνώσεις της οικονομικής επιστήμης και της νομισματικής ιστορίας. Ότι, δηλαδή, η ευρωζώνη είναι ουσιαστικά νεκρή, ενώ η, εκ των πραγμάτων και εκ των ενόντων, προκύπτουσα γερμανική ηγεμονία - μια ηγεμονία, όμως, την οποία αρνούνται να αναλάβουν και να χρηματοδοτήσουν, λόγω υψηλού κόστους, οι γερμανικές ελίτ, οι οποίες αρνούνται την συγχώνευση του κράτους τους και την υποταγή της κοινωνίας τους και των ιδίων, σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κρατικό μόρφωμα -, γεννά ξανά τους, επί μέρους, εθνικισμούς των ευρωπαϊκών λαών.
Άλλωστε, η δημιουργία του ευρώ και της ζώνης του, παρά το γεγονός ότι οι ιδρυτές και των δύο αρνούνται να την προχωρήσουν, μέχρι τις τελικές τις λογικές συνέπειες, επιμένοντας να κρατούν άταφη την ευρωζώνη και να την περιφέρουν, σαν ζόμπυ, ήταν και παραμένει, πρώτ' απ' όλα, μια πολιτική πράξη τεραστίου στρατηγικού μεγέθους και μόνον έτσι μπορεί να αντιμετωπισθεί.
Αλλά, πέρα από αυτό, οι 17 χώρες που αποτελούν την ευρωζώνη απέχουν πολύ από το να είναι μια κανονική κοινότητα με ένα κοινό νόμισμα και η τωρινή χρηματοπιστωτική κρίση καθιστά την κατάσταση ακόμη χειρότερη, έως και μη βιώσιμη. Τα σοβαρά προβλήματα χρέους της Ελλάδας και όχι απλώς και μόνον της Ελλάδας, αλλά και σχεδόν όλων των άλλων ευρωπαϊκών κρατών που προσπαθούν χωρίς σοβαρή ελπίδα - και για την ακρίβεια, χωρίς καμμία ελπίδα, όσο ακολουθούν την έως τώρα πεπατημένη και αποτυχημένη διαχείριση της κρίσης της ευρωζώνης - να τα θέσουν, υπό έλεγχο, η Ε.Κ.Τ., οι δανειστές, που τοκογλυφούν, μαζύ με το Δ.Ν.Τ, δείχνουν το βασικό μειονέκτημα της ευρωζώνης που πολλοί - ανάμεσα σε αυτούς και εγώ - έχουμε επισημάνει και το οποίο έγκειται στις ακραίες (αλλά και μέτριες) αποκλίσεις μεταξύ των κρατών και όσον αφορά τους οικονομικούς κύκλους της κάθε εθνικής οικονομίας, τους διαφορετικούς ρυθμιστικούς κανόνες, την ασύμμετρη ανταγωνιστικότητα, την πολυγλωσσία, που μπορούν να κάνουν τα κόστη του ευρώ, ως κοινού νομίσματος και τα πολύπλοκα προβλήματα, που δημιουργούνται, πολύ μεγαλύτερα από τα, αρχικώς και ψευδώς, εμφανιζόμενα, ως πλεονεκτήματά του. Άλλωστε, ούτως, ή άλλως, η υιοθέτηση του ευρώ, ως κοινού νομίσματος απαιτεί από τις χώρες, που το υιοθέτησαν να εγκαταλείψουν την ανεξάρτητη νομισματική τους πολιτική. Κι' αυτό είναι, έτσι κι' αλλιώς, πολύ σοβαρό πρόβλημα, όταν π.χ. μια οικονομία χρειάζεται ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης, ή και ευθεία οικονομική στήριξη, ενώ μια άλλη είναι στα όρια της υπερθέρμανσης και πρέπει να υποστεί επιβράδυνση της εσωτερικής νομισματικής της κυκλοφορίας.
Ρόμπερτ Μαντέλ : Οικονομολόγος και θεωρούμενος "πατέρας του ευρώ". (Μόνο που το παιδί του δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα δυσλειτουργικό εργαλείο και ένα δύσμορφο ζόμπυ)...
Ρόμπερτ Μαντέλ : Οικονομολόγος και θεωρούμενος "πατέρας του ευρώ". (Μόνο που το παιδί του δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα δυσλειτουργικό εργαλείο και ένα δύσμορφο ζόμπυ)...
Την αυταπάτη του ευρώ και της ζώνης του την εξέθρεψαν διάφοροι οικονομολόγοι, με πρώτον τον Robert Mundell, που πήρε τον τίτλο του πατέρα του ευρώ.
Ο Μαντέλ ανέπτυξε ένα θεωρητικό σχήμα, το οποίο - υποτίθεται ότι - χρησιμοποιήθηκε, ως εργαλείο, για την πορεία προς την Ο.Ν.Ε. και την δημιουργία της ευρωζώνης. Το σχήμα αυτό αφορούσε μια νομισματική ζώνη μέσα στην οποία τα οφέλη του κοινού νομίσματος θα ήταν δυνατόν να υπερβαίνουν τα κόστη. Διατύπωσε, λοιπόν, ο Μαντέλτην λεγόμενη θεωρία της βέλτιστης νομισματικής περιοχής, έχοντας σαν βάση τα εξής κριτήρια :
1) Συγχρονισμός (λιγότερο, ή περισσότερο) των οικονομικών κύκλων των χωρών που έχουν κοινό νόμισμα.
2) Πλήρης ελευθερία στην διασυνοριακή κινητικότητα των εργαζομένων, με στόχο να αντισταθμίζονται οι ανισορροπίες στην προσφορά και στην ζήτηση της απασχόλησης.
3) Ευελιξία στις τιμές και τους μισθούς ώστε να μπορούν να εξισορροπούνται οι διαφορές στην ανταγωνιστικότητα.
4) Υπαρξη κοινών δημοσιονομικών πόρων, εάν κάποιο από τα 3 προηγούμενα κριτήρια δεν ικανοποιείται, για να μπορούν οι χώρες, που βρίσκονται, μέσα στην νομισματική ζώνη, να αντιμετωπίζουν την κατάσταση που προκύπτει όπως κάνουν οι ομοσπονδιακές μεταβιβάσεις και οι φοροαπαλλαγές, που λειαίνουν και εξισορροπούν τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των ομοσπονδιακών Πολιτειών των ΗΠΑ.
Το κρίσιμο σημείο στο όλο θεωρητικό σχήμα βρίσκεται στο τέταρτο κριτήριο. Το κριτήριο αυτό είναι και η αχίλλειος πτέρνα του σχήματος αυτού, που σχετίζεται με την λειτουργία μιας νομισματικής ένωσης, με κοινό νόμισμα, σε σύγχρονες συνθήκες. Και τούτο διότι η ύπαρξή του παραπέμπει σε άλλο σχήμα, το οποίο είναι παντελώς διάφορο, αυτού του οποίου περιγράφεται από τα άλλα 3 κριτήρια και συνιστά, αλλαγή παραδείγματος διότι, ουσιαστικά, δεν παραπέμπει στην λειτουργία μιας νομισματικής ζώνης, αλλά οδηγεί σε ένα ομοσπονδιακό κράτος.
Όμως, αυτοί, που έδωσαν υπόσταση στο ευρώ και την ζώνη του, αυτοί που υλοποίησαν τις προβλέψεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ, αγνόησαν, πλήρως, αυτή την θεωρητική κατασκευή. Δεν αγνόησαν, μόνον, το 4ο κριτήριο, το οποίο, ούτως, ή άλλως, δεν θέλησαν να το κάνουν πράξη, και τούτο διότι την ευρωζώνη την έκαναν, για να αποφύγουν μια ευρωπαϊκή ομοσπονδία και όχι για να την δημιουργήσουν, αφήνοντας να επικρέμαται η πεποίθηση ότι το ίδιο το ευρώ θα οδηγούσε σε σύγκλιση των οικονομιών και πρώτο τους μέλημα - με πολλές αντιφάσεις και ανατροπές - φάνηκε ότι ήταν το να επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών μελών.
Αγνόησαν και τα άλλα 3 κριτήρια, αφου έβαλαν μέσα στην ευρωζώνη χώρες με οικονομίες οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν μεταξύ τους, οι οικονομικοί τους κύκλοι ήσαν εντελώς διάφοροι και αποκλίνοντες και με πλήρως διαφορετική ευελιξία στους μισθούς, στα εισοδήματα και στα κόστη.
Πέρα από την αγνόηση των 4 κριτηρίων για την βέλτιστη λειτουργία μιας σύγχρονης νομισματικής ένωσης χωρών, με κοινό νόμισμα, το θεωρητικό σχήμα έπασχε από την έλλειψη πρόβλεψης μιας ενιαίας εποπτείας του τραπεζικού συστήματος, μέσα την νομισματική ένωση. Αυτή η έλλειψη δημιούργησε, ακόμα περισσότερα προβλήματα, τα οποία ο Μαντέλ δεν στάθηκε δυνατόν να προβλέψει. Και αυτή η έλλειψη οδήγησε στην αποδόμηση της ευρωζώνης, η κρίση της οποίας, πέρα από κρίση χρέους, είναι, σε οικονομικό επίπεδο, πρωτίστως, τραπεζική κρίση, αφού το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα είναι πλήρως χρεωκοπημένο.
Οι εντελώς ξεχαρβαλωμένοι κανόνες δανεισμού και η ανυπαρξία μιας πραγματικής Κεντρικής Τράπεζας, με τον ρόλο του δανειστή της τελευταίας καταφυγής, επέτρεψαν στις τράπεζες της Ιρλανδίας, της Γερμανίας και άλλων κρατών να συσσωρεύσουν τεράστια μεγέθη τοξικών χρεών, από ενυπόθηκα στεγαστικά και λοιπά καταναλωτικά δάνεια, που απλώθηκαν μέχρι τα κρατικά χρεόγραφα των ασθενέστερων κρατών της ευρωζώνης, επί των οποίων έγινε μια συστηματική κερδοσκοπία, στην οποία βασικό ρόλο έπαιξε η Ε.Κ.Τ. και την οποία στήριξαν οι κανόνες της ευρωζώνης, που απαγορεύουν τις παρεμβάσεις της Ε.Κ.Τ. στην πρωτογενή αγορά των κρατικών ομολόγων, για χάρη της κερδοσκοπίας των εμπορικών και των "επενδυτικών" τραπεζών και των funds του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Έτσι το κόστος διάσωσης των τραπεζών μετέτρεψε την ελληνική χρηματοπιστωτική κρίση, από τοπική κρίση, σε συστημική και έφερε τα δημοσιονομικά της Ιρλανδίας στην απόλυτη έκρηξη, με το ίδιο αποτέλεσμα. Για να βουλιάξει στην συνέχεια και η υπόλοιπη ευρωζώνη, επειδή η Γερμανία αγωνίζεται να αποφύγει την δική της χρεωκοπία, οδηγώντας σε αυτήν τις ασθενέστερες χώρες της ευρωζώνης.
Αυτό δεν φάνηκε στην αρχή. Στην αρχή, επιφανειακά, φάνηκε ότι ο συσχετισμός των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ της Γερμανίας και άλλων οικονομιών της Ευρωζώνης ενισχύθηκε μετά την εισαγωγή του ευρώ. Αυτό, όμως, ήταν μια αυταπάτη, την οποία διέλυσε η έλευση της, μετρίας εντάσεως, διεθνούς οικονομικής ύφεσης του 2008 και η καταλυτική εσωτερίκευσή της στην ευρωζώνη.
Όμως, οι εξελίξεις, ήδη, από την αρχή της ευρωζώνης, ανέδειξαν πλήρως τις αδυναμίες της ευρωζώνης, η οποία ουδόλως ήταν "βέλτιστη νομισματική περιοχή".
Η μετατροπή της Κίνας σε παγκόσμιο παραγωγό βιομηχανικών αγαθών, με την τεχνολογική στήριξη της Γερμανίας (γεγονός το οποίο οι Η.Π.Α., ουδόλως, καλοβλέπουν και για το οποίο η γερμανική ελίτ θα πληρώσει βαρύ τίμημα), για παράδειγμα, μπορεί να ωφέλησε την εξαγωγική βιομηχανία της Γερμανίας και τους ξέφρενους αναπτυξιακούς ρυθμούς του ασιατικού γίγαντα - ο οποίος είναι πλεονασματικός, αν και έχει ξεκινήσει από χαμηλή βάση, με καθαρή τελική θέση στις εξαγωγές στα 240 δισ. $ και με καθαρή τελική θέση αποθέματος επενδύσεων από το εξωτερικό, περί τα 545 δισ. $ το 2012 -, αλλά, γονάτισε όμως και οδήγησε σε αποκλίσεις τις οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, οι οποίες στηριγμένες σε βιομηχανικές μονάδες χαμηλού κόστους βρέθηκαν με τεράστια εμπορικά και δημοσιονομικά ελλείμματα και επειδή δεν μπορούσαν να μειώσουν τους μισθούς, όπως έκανε συστηματικά, η Γερμανία, από τις αρχές του 1990, τόσο όσο ήταν απαραίτητο για να μείνουν ανταγωνιστικές, με αποτέλεσμα να καταφύγουν στον δανεισμό, για να καλύψουν το επίπεδα κατανάλωσής τους, κάτι που συνετέλεσε πολύ στο πρόβλημα του χρέους τους. Και φυσικά οδήγησε και στην χρεωκοπία του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα, με προεξάρχουσες τις τράπεζες της Γερμανίας και των άλλων πλεονασματικών χωρών, γεγονός που οδηγεί τις ελίτ των χωρών αυτών να προσπαθούν να εισπράξουν, με όποιον τρόπο μπορούν και ό,τι μπορούν, από τα χρεωστούμενα.
Αλλά η γερμανική βιομηχανική πολιτική, με τον εξωστρεφή χαρακτήρα της και την δημιουργία πλεονασμάτων, οδήγησε σε καθαρές απώλειες εισοδήματος, από το σύνολο της οικονομίας της ευρωζώνης, αφού μπορεί, σε επίπεδο εξαγωγών - εισαγωγών, να έχει καθαρή τελική θέση, περί τα 220 δισ. $ το 2012 και το ισοζύγιο είναι, έντονα, πλεονασματικό, για την Γερμανία, αλλά σε επίπεδο αποθέματος άμεσων επενδύσεων, προς και από το εξωτερικό, έχει καθαρή τελική θέση αποθέματος επενδύσεων προς το εξωτερικό, περί τα 530 δισ. $ το 2012 , γεγονός που, εάν γίνουν οι τελικοί συμψηφισμοί, με τις συναλλαγές που έχει η χώρα, με την λοιπή ευρωζώνη, παραπέμπει σε μια μεγάλη μεταφορά κεφαλαίων και εν γένει εισοδήματος από την χώρα αυτή, σε προορισμούς, εκτός ευρωζώνης, γεγονός το οποίο, φυσικά, σημαίνει ότι αυτό το εισόδημα δεν αφαιρείται, μόνον από την γερμανική οικονομία, αλλά και απο την οικονομία της ευρωζώνης, ως συνόλου και δικαιολογεί την επίμονη γερμανική πολιτική της πανευρωπαϊκής λιτότητας, αφού, σε αυτήν στηρίζεται ο συγκεκριμένος μηχανισμός λειτουργίας της γερμανικής οικονομικής μηχανής, η οποία, παράλληλα, για να διατηρήσει τον εξωστρεφή χαρακτήρα της και τον εξαγωγικό της προσανατολισμό, στηρίζεται στην διατήρηση των μισθών σε χαμηλά επίπεδα, γεγονός που παραπέμπει σε χαμηλή συνολική εσωτερική ζήτηση και μια χαμηλή διεισδυτική δυνατότητα των λοιπών χωρών της ευρωζώνης στην γερμανική αγορά, λόγω των περιορισμών που τίθενται από το ελλιπές μέγεθος της συναθροιστικής καταναλωτικής ζήτησης της γερμανικής οικονομίας, προϊόν της πολιτικής της συμπίεσης του μισθωτικού κόστους, που επιβάλει η γερμανική ελίτ, χρησιμοποιώντας ως αποτελεσματικό όργανο και το ακριβό, μεν, για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, αλλά και επαρκώς, για την γερμανική οικονομία, υποτιμημένο ευρώ.
Τέτοιου είδους διαπλανητικές κινήσεις κεφαλαίων και η απόσυρσή τους απο την ενεργό κυκλοφορία, λόγω υπεραποταμίευσης, που ήταν προϊόν και μιας απίστευτα μεγάλης στρέβλωσης της κατανομής του εισοδήματος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, μια στρέβλωση, που ευνόησε, σκανδαλωδώς, τα εισοδηματικά ανώτερα στρώματα του πληθυσμού των χωρών αυτών, μαζύ με το γεγονός ότι η διαρκής και ολοένα και αυξανόμενη μέγέθυνση του πλούτου των κοινωνιών αυτών, τείνει να απορρυθμίζει την συνάρτηση της συναθροιστικής ζήτησης των οικονομιών αυτών, ήταν επόμενο να οδηγήσουν, προϊόντος του χρόνου, σε φθίνοντα επίπεδα κατανάλωσης.
Ο John Maynard Keynes είχε περιγράψει τον μηχανισμό και τις αιτίες των καπιταλιστικών υφέσεων και κρίσεων, ήδη, από την δεκαετία του 1920, πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930. Πάνω από 80 χρόνια, μετά, οι σύχρονες ελίτ του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου δεν τον άκουσαν και επέστρεψαν σε αναλύσεις και ερμηνείες, οι οποίες ήσαν απλές παραλλαγές των ανούσιων και εξωπραγματικών ισχυρισμών των κλασικών φιλελύθερων οικονομολόγων της εποχής του.
Από εκεί και πέρα, η πορεία προς την διεθνή οικονομική ύφεση του 2008 και η εσωτερίκευση αυτής της ύφεσης, σε επίπεδα κρίσης, στην χαοτική ευρωζώνη ήταν κάτι που ήταν λογικό να έλθει, σύμφωνα με το κλασικό μοντέλο της κεύνσιανής οικονομικής ανάλυσης, όπως μας το έχει περιγράψει ο John Maynard Keynes, από την δεκαετία του 1920 και ιδιαίτερα, κατά την δεκαετία του 1930, με το ξέσπασμα της GREAT DEPRESSION κατά την δεκαετία αυτή και το οποίο μοντέλο ανάλυσης αφορά τα αίτια και το ξέσπασμα των οικονομικών υφέσεων και κρίσεων, που, ως γνωστόν, είναι προϊόντατης πτώσης της οριακής και της μέσης ροπής προς κατανάλωση. Είναι δηλαδή υφέσεις και κρίσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν καθαρά με την καταναλωτική σφαίρα του οικονομικού συστήματος, συνδυαζόμενα και με της διαδικασία της διανομής, ήτοι, με την κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος στις εισοδηματικές κατηγορίες του πληθυσμού, όσο και αν οι άρχουσες πολιτικοοικονομικές ελίτ το αρνούνται, πεισματικά, αποδίδοντας την έλευση της κρίσης στην σφαίρα της παραγωγής και της φθίνουσας ανταγωνιστικότητας, ο συνδυασμός των οποίων οδηγεί σε αντίστροφη πολιτική λύσεων, η οποία, μέσω της "τόνωσης της προσφοράς", θέλει να αυξήσει την ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος, ανάμεσα στις εισοδηματικές κατηγορίες του πληθυσμού, ούτως ώστε να καταστεί η μη ανταγωνιστική παραγωγή φθηνότερη και ανταγωνιστική. Και φυσικά, με τον τρόπο αυτό, διαιωνίζει την ίδια την κρίση, καθιστώντας την βαθύτερη και ολοένα και περισσότερο επιδεινούμενη.
Έτσι, οι ευρωπαϊκές ελίτ δεν έχουν και πολλές επιλογές :
Ή θα προχωρήσουν στην ταφή της ευρωζώνης και στην θέση της θα οικοδομήσουν μια πολιτική ένωση, με ομοσπονδιακή μορφή και κεντρική κυβέρνηση, η οποία θα θέσει, υπό τον άμεσο έλεγχό της και υπό τις διαταγές της, την Ε.Κ.Τ., προκειμένου να ασκήσει ενιαία δημοσιονομική και ευρύτερη οικονομική πολιτική.
Ή θα διαλύσουν το μαγαζί, θα εγκαταλείψουν το ευρώ και την ζώνη του και θα επιστρέψουν στα παλιά τους νομίσματα.
Και οι δύο λύσεις δεν είναι εύκολες. Ούτε και η Γερμανία - αν και το σκέπτεται - μπορεί να εγκαταλείψει, αυτοβούλως, το ευρώ. Και αυτό όχι μόνον για λόγους συμφέροντος. Είναι γνωστό (έχω κάνει, άλλωστε, πολλές αναφορές σε αυτό το ζήτημα) ότι το κοινό νόμισμα και η ευρωζώνη γεννήθηκαν από φόβο. (Το συμφέρον ήλθε μετά). Το ευρώ, το οποίο είναι ένα νόμισμα, που δεν το στηρίζει ένα κράτος ήταν ένα αντιστάθμισμα στην γερμανική ενοποίηση η οποία έγινε αποδεκτή με πολύ άγχος και φόβο για την νέα γερμανική ισχύ.
O Francois Mitterand δεν μπορούσε να είναι πιο σαφής στον Helmut Kohl. Η γερμανική ενοποίηση περνούσε μέσα από την χαλιναγώγηση της Γερμανίας και την καθυπόταξη των φιλοδοξιών της, που μπορούσαν να γίνουν, με την ένταξή της μέσα σε ένα ασφυκτικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, το οποίο θα δέσμευε, οριστικά, την Γερμανία, ως εταίρο. Και το πλαίσιο αυτό δεν ήταν άλλο από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση, το ευρώ και την ζώνη του. Ο Γερμανός καγκελάριος δεν είχε άλλη επιλογή...
Την περίοδο 1989-1991, η ταχεία κατάρρευση του "σοσιαλιστικού στρατοπέδου" στην ανατολική Ευρώπη και της ίδιας της "Ε.Σ.Σ.Δ." στην συνέχεια, αιφνιδίασε τους πάντες. Η κοινή αντίδραση μεταξύ των Ευρωπαίων ηγετών ήταν ένα τεράστιο άγχος, συνοδευόμενο από τον φόβο για τα μελλούμενα. Αυτό ισχύει, κυρίως, για την Βρετανία και την Γαλλία, αλλά και για τον "απόμακρο επικυρίαρχο", τις Η.Π.Α. Έτσι, ηΜάργκαρετ Θάτσερ και ο Φρανσουά Μιττεράν ήταν κάτι περισσότερο από φοβισμένοι από μια προοπτική ενός 4ου γερμανικού Ράϊχ και ο Τζωρτζ Μπους (ο πατέρας) δεν είχε αντίρρηση. Οι τοποθετήσεις των Ευρωπαίων ηγετών ήσαν απολύτως σαφείς και είχαν να κάνουν με τον αναγεννημένο εθνικισμό της πολυπληθέστερης και της, οικονομικά, περισσότερο ισχυρής χώρας της ηπειρωτικής Ευρώπης και την τιθάσευσή του. Και οΜιττεράν και η Θάτσερ είδαν ότι η γεωπολιτική κατάσταση στον ευρωπαϊκό χώρο είχε επιστρέψει στην κατάσταση του 1900 και ότι, αν την άφηναν χωρίς έλεγχο θα εξελισσόταν στην κατάσταση που επικράτησε στην Ευρώπη την περίοδο 1913-1914, πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το απειλητικό φάσμα των "Ούνων" ήταν και πάλι παρόν.
Αυτό ήταν το κλίμα μέσα στο οποίο γεννήθηκε το ευρώ και φυσικά, για τους Γερμανούς ήταν ξεκάθαρο, αφού ο Φρανσουά Μιττεράν κατέστησε σαφές στον Χέλμουτ Κολ, όπως και το σύνολο της γαλλικής ελίτ στην αντίστοιχη γερμανική, ότι η νομισματική ένωση και το κοινό νόμισμα ήταν, εκ των ων ουκ άνευ, προκειμένου να αποδεχθεί η Γαλλία την ολοκλήρωση της γερμανικής ενοποίησης. Και φυσικά, η καθαρή αυτή θέση υποστηρίχθηκε και από τον Αγγλοσαξωνικό κόσμο (Η.Π.Α. - Βρετανία), αφού η Γερμανία ετίθετο, υπό μια επιτροπεία, που εξυπηρετούσε και τα αμερικανοβρετανικά συμφέροντα, πολύ περισσότερο που οι Η.Π.Α. δεν ήσαν κομμάτι της ευρωπαϊκής γεωγραφίας και δεν συμμετείχαν στο εγχείρημα αυτό, ενώ η Βρετανία, που αποτελεί μέρος της ευρωπαϊκής γεωγραφίας, επέλεξε να μην συμμετάσχει, γνωρίζοντας, όπως έχω ήδη πει, τις εμμονές των Γερμανών και τις χαοτικές ατέλειες του σχεδιασμού της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης.
Ο Χέλμουτ Κολ και η γερμανική ελίτ δεν είχαν άλλες επιλογές. Είτε θα εγκατέλειπαν την γερμανική ενοποίηση, είτε θα δέχονταν τις αξιώσεις των νικητών τους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Επέλεξαν να αποδεχθούν την συμμετοχή τους στην μελλοντική ευρωπαϊκή νομισματική ένωση και προσπάθησαν να την περιορίσουν στις ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης. Φυσικά ο γερμσνικός λαός δεν ρωτήθηκε, για την θεμελιακή αυτή μεταβολή, η οποία έγινε, σε αντίθεση, με τη γνώμη της μεγίστης πλειοψηφίας του πληθυσμού της χώρας, ο οποίος, με ποσοστά, γύρω στο 70%, ήταν καχύποπτος, για τους μελλοντικούς σχεδιασμούς των ευρωπαϊκών ελίτ και δεν έβλεπε, για ποιόν λόγο έπρεπε να θυσιάσει το μάρκο, για χάρη της Ευρώπης, την οποία υποψιαζόταν ότι θα πλήρωνε. (Και οι υποψίες του δεν ήσαν αβάσιμες).
Ο Κολ προσπάθησε να επιβάλλει στους Γάλλους την ιδέα ότι το νέο νόμισμα θα πρέπει να περιοριστεί στις πλεονασματικές χώρες του Βορρά. Για το λόγο αυτό, τα οικονομικά κριτηρία, που ανέφερα στην αρχή, προστέθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Οι Γάλλοι επέτρεψαν στους Γερμανούς να θέσουν τους σκληρούς κανόνες του Μάαστριχτ, αλλά, όταν ήλθε η ώρα της υλοποίησης του σχεδιασμού και της συγκρότησης της ευρωζώνης, το 1999, επέβαλαν στους Γερμανούς την καταστρατήγηση όλων των κριτηρίων, που είχαν προβλεφθεί από την Συνθήκη του Μάαστριχτ, προκειμένου να υποχρεώσουν, ακόμη, περισσότερο, την Γερμανία να εμπλακεί στην όλη διαδικασία και να δεσμευθεί στον ύψιστο δυνατό βαθμό, αλλά και ως κίνητρο, για τον γαλλογερμανικό χρηματοπιστωτικό τομέα, για καθαρά κερδοσκοπικούς λόγους, αφού η ένταξη των αδύναμων ελλειμματικών χωρών στην ευρωζώνη θα διεύρυνε τα κέρδη της Γερμανίας και των άλλων πλεονασματικών χωρών- μόνο που δεν έλαβαν υπόψη τους το γεγονός της έλευσης της διεθνούς ύφεσης, που ήλθε το 2008, η οποία κατέδειξε ότι τα κέρδη αυτά δεν αρκεί να είναι μόνο στα χαρτιά, αλλά θα πρέπει να είναι υλοποιήσιμα και πραγματικά.
Αυτή είναι η αλήθεια. Η γερμανική ελίτ πάσχει από επαρχιωτισμό, διακατέχεται από εθνικιστική νοοτροπία, γεγονός που της δημιουργεί μια στενή αντίληψη, γύρω από την έννοια του συμφέροντος και πάσχει από ηγετικό έλλειμμα και δεν έχει να προτείνει κάποιο ριζοσπαστικό (ή και συντηρητικό, έστω) όραμα για την Ευρώπη, ως σύνολο και ως ενιαία οντότητα, η οποία Ευρώπη, όσο και αν την επικαλούνται όλοι και αναφέρονται, σε αυτήν, απλώς, δεν υπάρχει. Έτσι, η γερμανική ελίτ δεν επιθυμεί να αναλάβει τα βάρη της ευρωζώνης, γιατί δεν επιθυμεί να αναλάβει το κατεδαφιστικό, για την ίδια, πολιτικό και το βαρύτατο οικονομικό τίμημα, που απαιτεί και συνεπάγεται μια τέτοια ανάληψη ηγετικής ευθύνης.
Πολύ απλά, οι Γερμανοί δεν θέλουν να επωμισθούν το τεράστιο βάρος των άλλων Ευρωπαίων. Ο Βόλφγκανγκ Σόϋμπλε το έχει εκφράσει πολύ καθαρά, όταν του αναφέρουν ότι η Ελλάδα και η ευρωζώνη χρειάζονται ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλλ : "Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι έκαναν οι Η.Π.Α., μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο". Και φυσικά, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών λέει την μισή αλήθεια. Δεν είναι, απλά, ότι δεν μπορούν. Είναι και ότι δεν θέλουν.
Έτσι οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι δεν ήθελαν να ενοποιηθεί η Γερμανία, της ζητούν να δεχθεί, για χάρη του ευρώ, το οποίο ουδέποτε αγάπησαν οι Γερμανοί και το οποίο επεβλήθη στον απρόθυμο γερμανικό λαό, να τους ενοποιήσει. Και φυσικά, η Γερμανία αυτό δεν θέλει να το κάνει.
Και όσο δεν μπορεί και δεν της επιτρέπεται να φύγει απο την ευρωζώνη, λόγω των γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων των Ευρωπαίων και των Η.Π.Α., η γερμανική ελίτ θα επιμένει στην τήρηση των συμφωνιών και στην παραμονή της ευρωζώνης, ως αυτό που είναι. Δηλαδή, ως νομισματικής ένωσης, αρνούμενη την μετατροπή της σε ευρωομοσπονδία.
Αυτό είναι, σε γενικές γραμμές, το αδιέξοδο της ευρωζώνης.
Και αυτό θα παραμείνει για καιρό...
Πηγή :http://tassosanastassopoulos.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου