Γράφει ο Κώστας Ράπτης
–
Άλλοι τελούν σε πολιτική καραντίνα και άλλοι ήδη απολαμβάνουν τα προνόμια της συμμετοχής στην εξουσία. Άλλοι φιλοδοξούν να πλαγιοκοπήσουν την ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά και άλλοι να την αλώσουν από τα μέσα.
Άλλοι ομνύουν ρητορικά στη μετριοπάθεια και άλλοι απαξιούν να κρύψουν τις εκλεκτικές συγγένειές τους με το εξτρεμιστικό περιθώριο. Σε κάθε περίπτωση, οι ποικίλες «φυλές» της ακροδεξιάς αποτελούν τον μόνο πολιτικό αστερισμό στην Ενωμένη Ευρώπη που βλέπει τους κοινωνικούς «ανέμους» να φουσκώνουν τα πανιά του.
Και που συντονίζεται με τη φιλοδοξία να κάνει τη διαφορά στις επικείμενες ευρωεκλογές.
Τα πράγματα έγιναν περισσότερο από ανησυχητικά την εβδομάδα αυτή, όταν στο ίδιο το κέντρο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος δημοσκοπήσεις εμφάνισαν την «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) να εκτοπίζει από τη δεύτερη θέση των προτιμήσεων (με 17%, έναντι 16%) το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με την υπερεκατονταετή ιστορία.
Σαν να μην ήταν οι αλλεπάλληλες βίαιες αντιμεταναστευτικές διαδηλώσεις της ακροδεξιάς στο Χέμνιτς της ανατολικής Γερμανίας ένα σήμα συναγερμού, όπως το ερμήνευσε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Χέικο Μάας, με τη δραματική έκκλησή του προς τους πολίτες να «αφήσουν τον καναπέ», αλλά διαφήμιση όσων θα ακολουθήσουν «προσεχώς».
Μικρή παρηγοριά
Μπορεί ενδεχομένως κανείς να παρηγορηθεί από το γεγονός ότι η αντισυγκέντρωση κατά της ακροδεξιάς στο Χέμνιτς συγκέντρωσε 65.000 ανθρώπους ή από το ότι οι δημοσκοπήσεις-σοκ κινούνται στο όριο του στατιστικού λάθους. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι η AfD έχει σταθεροποιηθεί σε επίπεδα άνω του 15%, ενώ την ίδια ώρα η Σοσιαλδημοκρατία δείχνει να υποχωρεί όλο και πλησιέστερα προ το ίδιο συμβολικό όριο.
Σε κάθε περίπτωση, η παρούσα κυβέρνηση «μεγάλου συνασπισμού» φαίνεται ότι είναι η τελευταία του είδους που θα πληροί τις αριθμητικές προϋποθέσεις διακυβέρνησης της Γερμανίας, ενώ η πολιτική απομόνωση της AfD θα είναι αντικειμενικά και υποκειμενικά όλο και δυσκολότερο να διατηρηθεί στο μέλλον.
Βαυαρικό θρίλερ
Πολύ χαρακτηριστικά, στις εκλογές του ομόσπονδου κρατιδίου της Βαυαρίας τον επόμενο μήνα η Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), αδελφό κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) της Άνγκελα Μέρκελ, οδεύει προς μια πρωτοφανή μεταπολεμικά απώλεια της αυτοδυναμίας της, λόγω των διαρροών προς τα δεξιά, γεγονός που έχει εντείνει τις τριβές στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς οικογένειας, ιδίως ως προς τα θέματα μετανάστευσης και ασύλου, που χειρίζεται, αρκετά αυτονομημένος από την καγκελάριο, ο άλλοτε ισχυρός άνδρας του Μονάχου Χορστ Ζέεχοφερ.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να ερμηνευθεί τόσο η («μεταβατική», κατά τους γνωρίζοντες) προβολή της υποψηφιότητας του Βαυαρού επικεφαλής της ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μάνφρεντ Βέμπερ, για την προεδρία της Κομισιόν όσο και η, πολύ πιο ενδιαφέρουσα οπωσδήποτε, φημολογία για σχεδιαζόμενη απόδραση της ίδιας της καγκελαρίου στις Βρυξέλλες.
Εκτός συντάγματος
Όλα αυτά θα αποτελούσαν απλώς ένα πρόβλημα εσωτερικών γερμανικών συσχετισμών, αν δεν περιελάμβαναν δύο πρόσθετες διαστάσεις. Η πρώτη αφορά την ανάδειξη των οριακών, από την άποψη της γερμανικής συνταγματικής τάξης, και όχι απλώς «λαϊκιστικών», χαρακτηριστικών της AfD, καθώς στελέχη της συμμετείχαν στις διαδηλώσεις του Χέμνιτς στο πλευρό των νεοναζιστών της Pegida.
Ωστόσο, και αυτό το στοιχείο απλώς οξύνει τις διαιρέσεις στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού, καθώς CDU και SPD κρίνουν ότι η AfD θα πρέπει να τεθεί υπό την παρακολούθηση του Γραφείου Προστασίας του Συντάγματος, ενώ ο Ζέεχοφερ διαφωνεί.
Διασυνοριακή συμμαχία
Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο είναι ότι οι συνθήκες αυτές τροδοφοτούν τη δημιουργία μιας διασυνοριακής πολιτικής συμμαχίας, με αιχμή τη σκλήρυνση της μεταναστευτικής πολιτικής, ανάμεσα στη CSU, τον υπό τον Σεμπάστιαν Κουρτς συνασπισμό κεντροδεξιάς-ακροδεξιάς στην Αυστρία, την Ουγγαρία του κατά δήλωσή του «αντιφιλελεύθερου» Βίκτορ Όρμπαν και τη συγκυβερνώσα Λέγκα του Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία.
Η πρόσφατη συνάντηση στο Μιλάνο του Όρμπαν με τον Σαλβίνι, όπου μάλιστα ως κύριος αντίπαλος του οράματός τους για την Ευρώπη κατονομάστηκε ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, αποτελεί αξιοσημείωτη προσπάθεια συντονισμού μιας δύναμης που συμμετέχει (έστω και ως «μαύρο πρόβατο») στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα με έναν σχηματισμό εκτός αυτού.
Τίθενται, έτσι, οι προϋποθέσεις για μιαν ιδιόμορφη «γεωμετρία» στο Ευρωκοινοβούλιο, που θα αναδειχθεί το 2019, με ένα αντιμεταναστευτικό ρεύμα που θα ξεπηδά από διαφορετικές πολιτικές ομάδες και θα αμφισβητεί τη συνοχή της Κεντροδεξιάς.
Είναι, άλλωστε, για αυτόν τον λόγο που οι αντισυσπειρώσεις γίνονται ήδη ορατές, με τον Μακρόν να σηκώνει ευχαρίστως το γάντι, θέτοντας την απόκρουση της ακροδεξιάς ως κύριο ευρωπαϊκό του στόχο.
Η ακροδεξιά της Σουηδίας ετοιμάζεται για επίδειξη δύναμης στις κάλπες
Θα μπορούμε να μιλάμε για το σουηδικό μοντέλο της κοινωνικής αλληλεγγύης και της ανοχής και μετά την Κυριακή, οπότε η μεταμοντέρνα ακροδεξιά αναμένεται να κατακτήσει τη δεύτερη, ίσως ακόμα και την πρώτη, θέση στις βουλευτικές εκλογές;
Οι Σουηδοί Δημοκράτες, κόμμα που ιδρύθηκε το 1988, εισήλθαν στη Βουλή με ποσοστό 5,7% μόλις το 2010 και εκτοξεύθηκαν στην τρίτη θέση με ποσοστό 13% το 2014, ενώ ετοιμάζονται, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, να αποσπάσουν το 20% των ψήφων, κεφαλαιοποιώντας την κοινωνική αμηχανία που προκάλεσε στη Σουηδία η εισροή 160.000 προσφύγων το 2015 και η χαοτική διαχείρισή της – σε μια χώρα όπου η αγορά εργασίας δεν προσφέρεται για την ενσωμάτωση ανειδίκευτων και το γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος δοκιμάζεται ήδη από τη γήρανση του πληθυσμού.
Με ηγέτη από το 2005 τον 39χρονο σήμερα Τζίμι Όκεσον, που ξεχωρίζει για τη ρητορική του δεινότητα, το κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών ισχυρίζεται ότι ακολουθεί στις γραμμές του πολιτική «μηδενικής ανοχής» σε φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Ωστόσο, οι ρίζες του βρίσκονται στο παλαιότερο φασιστικό κίνημα «Να κρατήσουμε τη Σουηδία σουηδική», ενώ μόλις λίγα 24ωρα πριν από τις κάλπες ορισμένοι υποψήφιοί του αποσύρθηκαν λόγω της αποκάλυψης των σχέσεών τους με τη βίαιη ακροδεξιά.
Αβέβαιη η «επόμενη μέρα»
Σε κάθε περίπτωση, η ενίσχυση των Σουηδών Δημοκρατών περιπλέκει ακόμα περισσότερο το τοπίο της επόμενης μέρας, δυσκολεύοντας την επικράτηση είτε της συμμαχίας Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων του πρωθυπουργού, Στέφαν Λέφεν, είτε του τετρακομματικού συνασπισμού της Κεντροδεξιάς.
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση μειοψηφίας του Λέφεν στηριζόταν στην ψήφο ανοχής του κόμματος της Αριστεράς: στο εξής θα είναι αναγκαία και η συνδρομή τουλάχιστον του κόμματος του Κέντρου (το οποίο διαφωνεί με την αντιμεταναστευτική στροφή που έχουν πάρει, υπό την πίεση των Σουηδών Δημοκρατών, τα άλλα κόμματα της Κεντροδεξιάς). Δεν αποκλείεται, μάλιστα, και η προκήρυξη νέων, πρόωρων εκλογών – για πρώτη φορά από το 1958.
Πηγή :https://slpress.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου