Τον (υπαρκτό) κίνδυνο η νεοκλασική Ερμούπολη να χάσει ένα μέρος της φυσιογνωμίας της, λόγω της κατάρρευσης εγκαταλελειμμένων (και πλέον επικίνδυνων) ιστορικών κτιρίων επισημαίνει το Ινστιτούτο Σύρου.
Με μια εμπεριστατωμένη (και ψύχραιμη) τοποθέτηση, το Ινστιτούτο στηλιτεύει τόσο το γεγονός ότι η Πολεοδομική Μελέτη της Ερμούπολης παραμένει στα συρτάρια εδώ και 19 ολόκληρα χρόνια, όσο και το ότι οι Κυκλάδες είναι ο μόνος νησιωτικός νομός της Ελλάδας που δεν έχει δική του ανεξάρτητη υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων, με έδρα εντός αυτού.
«Σε μία πόλη με τόσο σημαντικό ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ο τρόπος διαχείρισης των κτηρίων της, καθώς αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά που οφείλουμε να διατηρήσουμε και να παραδώσουμε στην επόμενη γενιά. Κάθε ενέργεια και πράξη μας σήμερα πρέπει να στοχεύει στη μακροχρόνια προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς» αναφέρει χαρακτηριστικά το Ινστιτούτο Σύρου, το οποίο προτείνει – ως μακροπρόθεσμη λύση – την αποκατάσταση, επανάχρηση και αξιοποίηση των ιστορικών κτηρίων (και όχι την κατεδάφισή τους), ώστε μέσω μοντέλων βιώσιμης πολιτιστικής ανάπτυξης, «η Ερμούπολη να είναι βιώσιμη για τους κατοίκους και ελκυστική για τους επισκέπτες».
Αναλυτικά, το δελτίο Τύπου του Ινστιτούτου Σύρου:
Το πρόβλημα της κατάρρευσης των ιστορικών κτηρίων της Ερμούπολης, έχει τονιστεί και αναδειχθεί από το Ινστιτούτο Σύρου από το 2009, όταν ολοκληρώθηκε από τον (τότε) Δήμο Ερμούπολης η ψηφιακή καταγραφή των αξιόλογων κτηρίων της πόλης, η οποία τεκμηρίωσε με αριθμούς και επιστημονική επιχειρηματολογία την κατάσταση (παθολογία) 1.290 κτηρίων στην πόλη.
Μέχρι τότε όλοι ξέραμε ότι υπάρχει πρόβλημα, κανείς όμως δεν ήξερε τις ακριβείς διαστάσεις και το μέγεθος της επικινδυνότητας.
Η έρευνα [1] ανέδειξε σημαντικά ευρήματα, όπως ότι η Ερμούπολη χάνει κατά μέσο όρο 2,4 κτήρια τον χρόνο και ότι το 8% των κτηρίων είναι σε κρίσιμο σημείο για τη ζωή τους. Τα παραπάνω στοιχεία δεν έχουν μεταβληθεί ιδιαίτερα από τότε, καθώς μια επικαιροποίηση της καταγραφής το 2014 από τον Δήμο Σύρου-Ερμούπολης, επιβεβαίωσε ότι παραμένουν τα ίδια ποσοστά με μικρές διαφορές.
Οι λόγοι της ύπαρξης εγκαταλελειμμένων κτηρίων (και των σποραδικών καταρρεύσεων) είναι διάφοροι, με κυριότερους την πολυιδιοκτησία (πολλοί κληρονόμοι), τη μη ύπαρξη ιδιοκτήτη (κανένας κληρονόμος), τα κληροδοτήματα (ελάχιστοι πόροι και γραφειοκρατικές διαδικασίες), τη δυσκολία πρόσβασης (ακριβό κόστος αποκατάστασης), τη νομοθεσία (απαρχαιωμένη) κ.α.
Η ύπαρξη και κατάρρευση επικινδύνων κτηρίων δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις δυσκολίες των επισκευών στα ιστορικά κτήρια της πόλης, όπου διαφορετικοί λόγοι οδηγούν σε καθυστερήσεις εγκρίσεων οικοδομικών εργασιών (γραφειοκρατία, πολυπλοκότητα διαδικασιών κ.α.).
Σε μία πόλη με τόσο σημαντικό ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή ο τρόπος διαχείρισης των κτηρίων της, καθώς αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά που οφείλουμε να διατηρήσουμε και να παραδώσουμε στην επόμενη γενιά. Κάθε ενέργεια και πράξη μας σήμερα πρέπει να στοχεύει στη μακροχρόνια προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Αυτός ήταν και ο στόχος της πολεοδομικής μελέτης της Ερμούπολης, η οποία δυστυχώς αντιμετωπίζει το δικό της «Γολγοθά» γραφειοκρατικής ασυνεννοησίας εδώ και δεκαεννιά χρόνια.
Προβλεπόταν, στο σχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος που συνοδεύει τη μελέτη, ότι θα ιδρυθεί «Γραφείο Πόλης» για την Ερμούπολη, και τοπική επιτροπή ελέγχου στην οποία θα συμμετείχαν με εκπροσώπους το Υπ. Πολιτισμού, το (τότε) Υπ. Αιγαίου, ο Δήμος, η (τότε) Νομαρχία και το ΤΕΕ (Σύλλογος Μελετητών).
Στόχος του Γραφείου Πόλης ήταν η επιτάχυνση των διαδικασιών ελέγχου και έγκρισης των οικοδομικών εργασιών στην Ερμούπολη. Αυτό φυσικά δεν θεσμοθετήθηκε ποτέ, καθώς η πολεοδομική μελέτη συνεχίζει να πηγαινοέρχεται από γραφείο σε γραφείο, χωρίς να υπάρχει ειλικρινής πολιτική βούληση να εγκριθεί.
Με δεδομένο το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε η πολεοδομική μελέτη, προτάθηκε τότε από τον Δήμο Ερμούπολης προς το Υπουργείο Πολιτισμού η ίδρυση ενός τοπικού παραρτήματος της Υπηρεσίας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, στη Σύρο.
Η πρόταση ήταν ορθή καθώς ήταν φανερό ότι θα δυσκολεύονταν να ανταποκριθεί η υπηρεσία της Αθήνας στον όγκο αιτημάτων και στις ανάγκες της Ερμούπολης. Μάλιστα, υπήρχε (για ένα διάστημα) στον οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού η πρόβλεψη υπηρεσίας Κυκλάδων με έδρα την Ερμούπολη, που όμως δεν στελεχώθηκε και τελικά συγχωνεύθηκε στην υπηρεσία της Αττικής.
Δείτε σήμερα τι άλλες αρμοδιότητες έχει η υπηρεσία αυτή:
«Η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Αττικής, Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και Κυκλάδων έχει αρμοδιότητα την Περιφέρεια Αττικής (συμπεριλαμβανομένων των νήσων του Αργοσαρωνικού, των Κυθήρων και Αντικυθήρων), την περιφερειακή ενότητα Βοιωτίας, Εύβοιας και των νήσων των Κυκλάδων».
Μια δηλαδή τεράστια έκταση που οδηγεί εκ των πραγμάτων σε γραφειοκρατικό μπλοκάρισμα την Ερμούπολη, ακόμη και αν υπάρχει κάθε καλή διάθεση να βοηθηθεί.
Αξίζει όμως στην Ερμούπολη μια διαφορετική μεταχείριση;
Η απάντηση είναι αναμφίβολα θετική.
Όχι γιατί θέλουμε κάτι διαφορετικό για το νησί μας, αλλά γιατί αυτό επιτάσσει η κοινή λογική:
Όταν χρειάζεται ένα χρόνο για να λάβει έγκριση ένα μνημείο στην Αθήνα, στην Λειβαδιά ή στην Θήβα, δεν δημιουργείται ιδιαίτερο πρόβλημα στη λειτουργία των πόλεων αυτών καθώς υπάρχουν χιλιάδες άλλα κτήρια (εκτός αρμοδιότητας του Υπουργείο Πολιτισμού) που θα συνεχίσουν να επισκευάζονται ή να κατασκευάζονται, εξυπηρετώντας τις τρέχουσες ανάγκες.
Η Ερμούπολη όμως δεν έχει αυτή την πολυτέλεια: όταν η πλειοψηφία των κτηρίων είναι άνω των 100 ετών, καθίσταται αδύνατη η ανάπτυξη και λειτουργία της πόλης, με τέτοιους χρόνους ανταπόκρισης στα αιτήματα. Συνεπώς ο «αγώνας» είναι άνισος και θα έπρεπε να το είχε ήδη καταλάβει και επιλύσει το θέμα η ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Στην παραπάνω ανισότητα, ας προσθέσουμε και τη νησιωτικότητα του Νομού Κυκλάδων, κάτι που δυσκολεύει περισσότερο την εξυπηρέτηση και την επικοινωνία με την αρμόδια υπηρεσία. Και αν ακόμη υπάρχει άνθρωπος που θα κατηγορήσει τις προσπάθειές μας ως αξίωση «ειδικής μεταχείρισης» της Σύρου και των Κυκλάδων, αρκεί να του αναφερθεί ότι είμαστε ο μόνος νησιωτικός νομός της Ελλάδας που δεν έχει δική του ανεξάρτητη υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων, με έδρα εντός αυτού.
Τόσο τα Δωδεκάνησα όσο και το Βόρειο Αιγαίο, έχουν δική τους υπηρεσία, με τοπική αρμοδιότητα («Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Δωδεκανήσου» με έδρα στη Ρόδο & «Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Βορείου Αιγαίου» με έδρα στη Λέσβο).
Η Ερμούπολη, το μοναδικό νεοκλασικό ιστορικό σύνολο της χώρας που έχει σωθεί με τόσο μεγάλο αριθμό κτηρίων, κινδυνεύει (για πολλούς λόγους) να χάσει ένα μέρος της φυσιογνωμίας της από τις καταρρεύσεις αξιόλογων κελυφών.
Η προσπάθεια του Δήμου και των στελεχών του να πιέσει ιδιοκτήτες, να επέμβει σε κτήρια και τελικά να διασώσει κάποια από αυτά, φέρνει μια προσωρινή ανακούφιση στο πρόβλημα.
Η μακροπρόθεσμη λύση είναι η αποκατάσταση, επανάχρηση και αξιοποίηση των ιστορικών κτηρίων, και σίγουρα όχι η κατεδάφισή τους.
Οφείλουμε να επενδύσουμε στην προστασία και στη διατήρηση της ιστορικής φυσιογνωμίας της Ερμούπολης μελετώντας τα θετικά παραδείγματα εκατοντάδων ιστορικών πόλεων και συνόλων στην Ευρώπη, τα οποία μέσω των δικτύων της UNESCO, του ICOMOS, της EUROPA NOSTRA και άλλων οργανισμών, ακολουθούν σύγχρονα μοντέλα Βιώσιμης Πολιτιστικής Ανάπτυξης.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση απαιτείται κοινωνική συνοχή (σε τοπικό επίπεδο) και στήριξη από την πολιτεία (σε κεντρικό επίπεδο), δύο στοιχεία στα οποία χρειάζεται να επικεντρώσουμε την προσπάθειά μας, προκειμένου η Ερμούπολη να είναι βιώσιμη για τους κατοίκους και ελκυστική για τους επισκέπτες.
[1] Για περισσότερα στοιχεία, η έρευνα είναι διαθέσιμη δημόσια και ψηφιακά στο Εθνικό Κέντρο Διδακτορικών Ερευνών https://www.didaktorika.gr/eadd/handle/10442/35808
Πηγή : https://www.naxostimes.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου