Απο το βιβλίο του Π.Παναγιώτου ‘το μεγάλο κόλπο’,ένα άρθρο που εξηγεί το πως
συνδέονται στην εποχή μας οι κυβερνητικές και οι τραπεζικές επιλογές σέ
ένα σημείο του κόσμου με την άνοδο της τιμής των τροφίμων ή την
κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου σε ένα άλλο.
«Το υπερβολικά φτηνό χρήμα στις ΗΠΑ ήταν η αιτία της σημερινής
κρίσης», θα πει η Μέρκελ στο γερμανικό Κοινοβούλιο, όπως αναφέρουν οι
Financial Times σε άρθρο τους στις 26 Νοεμβρίου 2008. «Είμαι βαθύτατα
προβληματισμένη, αν τώρα πρόκειται να ενισχύσουμε αυτή την τάση εξαιτίας
των μέτρων που υιοθετούνται στις ΗΠΑ και αλλού και αν πρόκειται να
βρεθούμε μέσα σε πέντε χρόνια αντιμέτωποι με μια ακριβώς ίδια κρίση». .
Στις 25 Σεπτεμβρίου 2008 οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την έγκριση του πρώτου
προγράμματος «τόνωσης» της αμερικανικής οικονομίας ύψους 600 δισ.
δολαρίων, με το οποίο ξεκίνησε η μεταφορά των τοξικών περιουσιακών
στοιχείων των τραπεζών στον Αμερικανό φορολογούμενο. Οι αγορές κρατικών
ομολόγων από τη FED, ο επιπλέον δηλαδή δανεισμός των ΗΠΑ από την
Κεντρική Τράπεζά τους, ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 2009.
Από την πρώτη
ημέρα έναρξης του προγράμματος το επιτόκιο των αμερικανικών ομολόγων,
που στο μεταξύ είχε φτάσει κοντά σε ιστορικά χαμηλά, άρχισε να
αυξάνεται, καθώς η επενδυτική ελίτ πουλούσε ομόλογα φεύγοντας από τις
αμυντικές μορφές επένδυσης, μεταφέροντας τα κεφάλαιά της σε πιο
επιθετικές επενδυτικές επιλογές και ποντάροντας στην αρχή ενός μίνι
οικονομικού κύκλου πολλαπλασιασμού της ρευστότητας.
Στις 18 Μαρτίου 2009 το πακέτο τόνωσης επεκτάθηκε εντυπωσιακά με την
απόφαση της κυβέρνησης και της FED να ανέλθει στο 1,725 τρισ. δολάρια.
Τράπεζες και επενδυτικές εταιρείες συνέχισαν να πουλούν αμερικανικά
ομόλογα και να στρέφονται σε
επιθετικές επενδυτικές επιλογές μέχρι τη λήξη του πακέτου τόνωσης
το Μάιο του 2010. Από την επομένη της λήξης του πακέτου to επιτόκιο των
αμερικανικών ομολόγων άρχισε να υποχωρεί, καθώς οι «Θεοί των Αγορών»
πήραν τα κέρδη τους αφήνοντας τα χρηματιστήρια να βουλιάξουν και
επέστρεψαν στην «ασφάλεια» χων αμερικανικών ομολόγων, των οποίων η αξία
είχε στο μεταξύ μειωθεί και έτσι μπορούσαν να τα αγοράσουν φτηνότερα απ’
ό,τι τα είχαν πουλήσει.
Από τη στιγμή που η FED ξεκίνησε την αγορά ομολόγων και περιουσιακών
στοιχείων (δηλαδή από τη στιγμή που η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ άρχισε να
τυπώνει χρήμα) μέχρι και ένα μήνα πριν από τη λήξη του πακέτου
τόνωσης, η παγκόσμια χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση είχε αυξηθεί από τα
31,5 στα 48 τρισ. δολάρια, αλλά αυτά τα 16,5 τρισ. δολάρια νέας
ρευστότητας δεν πέρασαν ποτέ στην πραγματική οικονομία, απεναντίας
έκαναν μόνο πλουσιότερες τις τράπεζες, τις διεθνείς επενδυτικές
εταιρείες και τις πολυεθνικές.
Με τη ρευστότητα στο αμερικανικό σύστημα να αυξάνεται, τράπεζες και
εταιρείες βρήκαν την ευκαιρία να προχωρήσουν στην αγορά μετοχών που ήταν
φτηνές και στην πώληση ομολόγων που ήταν ακριβά.
Έτσι, η ρευστότητα
από τις ΗΠΑ βρήκε το δρόμο προς το αμερικανικό και άλλα μεγάλα
χρηματιστήρια ανεπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών, αυξάνοντας
περισσότερο από 50% την παγκόσμια χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση μέσα
σε διάστημα ενάμισι έτους.
Η αναμονή της λήξης του πακέτου τόνωσης τον Ιούνιο του 2010 ώθησε
τους επενδυτές να αποσύρουν τμήμα των κεφαλαίων τους και να τα
επιστρέφουν στην αγορά ομολόγων, προκαλώντας μείωση της παγκόσμιας
χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης κατά 8 τρισ. δολάρια, από τα 48 στα 40
τρισ. μέσα σε ενάμιση μήνα.
Από την έναρξη του πακέτου τόνωσης του 1,7 τρισ. δολαρίων (ενδιάμεσα
υπήρξαν και πακέτα τόνωσης στη Βρετανία, την Ιαπωνία κ.λπ., όπως είδαμε
παραπάνω) μέχρι ένα μήνα περίπου
πριν από τη λήξη του, οι αγορές μετοχών απογειώθηκαν σε ολόκληρο τον
κόσμο με τον Nasdaq να ενισχΰεται κατά 63%, τον S&P 500 κατά 36,67%
και τον DAX κατά 33%.
Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, με τις ευλογίες της αμερικανικής
κυβέρνησης, προχωρούσε στη «διάσωση» της διεθνούς τραπεζικής ελίτ στις
πλάτες των φορολογούμενων, ακολουθώντας ένα χρηματοοικονομικό μοντέλο το
οποίο προκαλούσε αύξηση των χρηματιστηριακών περιουσιακών στοιχείων, με
κυριο αποδέκτη των κερδών αυτους που ήταν υπαίτιοι της κρίσης.
Καθώς, όμως, η FED «τύπωνε» δολάρια προκαλώντας χρηματιστηριακή
ανατίμηση οτις αγορές μετοχών, η φρέσκια ρευστότητα βρήκε το δρόμο της
προς τη χρηματιστηριακή αγορά των διεθνών εμπορευμάτων, προκαλώντας ένα
ταχύτατο ράλι, μεταξύ άλλων, στις διεθνείς τιμές πετρελαίου και
τροφίμων.
Η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε κατά 118%, προκαλώντας ρίγη στη διεθνή
οικονομία και κάνοντας τους πολίτες όλου του κόσμου φτωχότερους σε μια
φάση που ήδη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες
μειωνόταν με το μεγαλύτερο ρυθμό των τελευταίων εβδομήντα ετών. Αφού η
FED ενεργοποίησε το μηχανισμό πολλαπλασιασμού της ρευστότητας και των
χρηματιστηριακών υπεραξιών και των κεφαλαιοποιήσεων, οι «Θεοί των
Αγορών» ανέλαβαν το δικό τους ρόλο, κεφαλαιοποιώντας σε αυτή την κίνηση
και οδηγώντας τη στα άκρα.
Η αύξηση των τιμών πετρελαίου και τροφίμων προκάλεσε αύξηση στα
επίπεδα φτώχειας, καθιστώντας την επιβίωση δυσκολότερη για
δισεκατομμύρια ανθρώπους, την ώρα που η παγκόσμια οικονομία ήταν
αντιμέτωπη με τις μεγαλύτερες προκλήσεις από το Δεύτερο Παγκόσμιο
πόλεμο.
Τα πακέτα τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας από τη FED, που είχαν
ως βασικό στόχο να σώσουν τις αμερικανικές τράπεζες, προκάλεσαν φούσκα
στην αγορά εμπορευμάτων και δυσβάσταχτη άνοδο στις τιμές του
πετρελαίου,, ενώ επέτρεψαν στις τράπεζες και τις επενδυτικές εταιρείες
να απολαύσουν κέρδη τρισεκατομμυρίων στην πλάτη των φορολογούμενων.
Έρευνα της Morgan Stanley έδειξε τη συσχέτιση της απόδοσης
των hedge funds (κερδοσκοπικών επενδυτικών κεφαλαίων), με την απόδοση
του S&P 500 κατά τη διάρκεια των δύο αμερικανικών πακέτων τόνωσης.
Η απόδοσή τους είναι αρνητική πριν και μετά τη λήξη των πακέτων τόνωσης
και θετική κατά τη διάρκειά τους. Οι διαχειριστές κεφαλαίων δεν έκαναν
κάτι μαγικό για να καταγράψουν μεγάλα κέρδη τα τελευταία δυόμισι χρόνια:
όποτε η FED «τύπωνε» χρήμα αυξάνοντας τη ρευστότητα μέσω πακέτων
τόνωσης, οι διαχειριστές κεφαλαίων αγόραζαν μετοχές και εμπορεύματα με
το «τσουβάλι» και ένα μήνα πριν από τη λήξη των πακέτων τόνωσης
έπαιρναν τα κέρδη τους και τα τοποθετούσαν σε ομόλογα.
Στο μεσοδιάστημα, πετρέλαιο, εμπορεύματα και τρόφιμα έπαιρναν την
ανιούσα και τα κράτη υπέφεραν διπλά όσο προσπαθούσαν να σώσουν τις
τράπεζες αναλαμβάνοντας τα χρέη τους. Στην ίδια έρευνα, η Morgan Stanley
δείχνει πως, χωρίς τα πακέτα τόνωσης της FED, η απόδοση του S&P
500 μπορεί να ήταν ακόμα και αρνητική από το 2009 και μετά, ενώ χάρη
στα πακέτα ο δείκτης έφτασε να καταγράφει άνοδο από τα χαμηλά του της
τάξης του 100%.
Στην έρευνα της Morgan Stanley φαίνεται καθαρά ότι οι τιμές στο
αμερικανικό και τα διεθνή χρηματιστήρια αυξήθηκαν μόνο όσο η FED
συνέχιζε τις αγορές ομολόγων και άλλων περιουσιακών στοιχείων,
παρέχοντας ρευστότητα στο σύστημα. Όταν η FED σταματούσε, τα
χρηματιστήρια έπεφταν. Μια αύξηση κατά 20 δισ. δολάρια στο ενεργητικό
της FED οδηγεί σε αύξηση κατά 60 μονάδες βάσης στην εβδομαδιαία απόδοση
του S&P 500 (0,60%), υποστηρίζει η Morgan Stanley στην έκθεσή της.
Ό,τι όμως ισχύει για το «τύπωμα» δολαρίων και την άνοδο των μετοχών
ισχύει και για την άνοδο των εμπορευμάτων. Τα σχετικά στοιχεία από την
Barclays Capital δείχνουν την παράλληλη πορεία του χαρτοφυλακίου της
FED με το δείκτη εμπορευμάτων: όσο η FED «τυπώνει» χρήμα και γεμίζει το
χαρτοφυλάκιό της με αμερικανικά ομόλογα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία
σώ-
ζοντας τις τράπεζες, τόσο ο δείκτης εμπορευμάτων αυξάνεται, κάνοντας
το κόστος ζωής για όλο τον κόσμο πολύ ακριβότερο, αλλά παρέχοντας
τρισεκατομμύρια κερδών στη διεθνή τραπεζική και οικονομική ελίτ. Και
αυτό χωρίς να υπάρξει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, ώστε να
αντισταθμίσει τις συνέπειες. Αντίθετα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς
πολλά κράτη υποχρεώθηκαν στην υιοθέτηση μέτρων λιτότητας, τελικά
πέρασαν σε ύφεση.
Έτσι, από την έναρξη του πρώτου πακέτου τόνωσης, τον Ιανουάριο του
2009, μέχρι τη λήξη του δεύτερου, τον Ιούνιο του 2011, η παγκόσμια
χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση είχε αυξηθεί κατά 33 τρισ. δολάρια
περίπου, χρήματα τα οποία περιήλθαν σε σημαντικό βαθμό στο «καρτέλ» των
τραπεζών που είδαμε νωρίτερα και όχι στους πολίτες των κρατών που
κλήθηκαν να τις «σώσουν» .
Οι τιμές των τροφίμων έφτασαν κοντά σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και σε
μια σειρά χωρών ξέσπασαν εξεγέρσεις, ακριβώς εξαιτίας της δραματικής
αύξησης του κόστους ζωής και της φτώχειας.
Τα επίπεδα φτώχειας δεν αυξήθηκαν μόνο σε αναπτυσσόμενες ή
τριτοκοσμικές χώρες, αλλά και στην καρδιά της δύσης και σε ένα μεγάλο
ποσοστό του ανεπτυγμένου κόσμου. Με βάση τα επίσημα στοιχεία από την
Αμερικανική Στατιστική Υπηρεσία, από το Σεπτέμβριο του 2008, όταν η FED
ξεκίνησε την παραγωγή χρήματος για να σώσει τις τράπεζες, μέχρι τα τέλη
του 2011, ο αριθμός των Αμερικανών που ζουν με κουπόνια τροφίμων από το
κράτος αυξήθηκε από τα τριάντα στα σαράντα έξι εκατομμύρια .
Έτσι, οι κρίσεις είναι τελικά το αποτέλεσμα ενός ταγκό των «Θεών των
Αγορών» και των κυβερνήσεων που τις στηρίζουν και στηρίζονται από
αυτούς. Η ιδέα πως η τραπεζική και επενδυτική ελίτ δρα αυτόνομα
προκαλώντας η ίδια τις κρίσεις καταρρίπτεται. Χρειάζονται πάντα δύο για
να χορέψει κανείς ταγκό, και οι «Θεοί των Αγορών» ξέρουν πολύ καλά να
διαλέγουν τους παρτενέρ τους.
Πηγή : http://seisaxthia.wordpress.com/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου