Της Ρίτας Δαλεζίου
Παραμονή Χριστουγέννων. Ανοίξαμε τα μάτια μας πρωί-πρωί, σκουπίσαμε όπως-όπως από πάνω τα υπολείμματα του ύπνου και ξεχυθήκαμε με τις νυχτικιές μας στη σάλα. Η μάνα μας, η κυρά Ρίτα, είχε σηκωθεί απ’ τ’ αχάραγα κι έκοβε φλούδες πορτοκάλι και μανταρίνι. Τις τύλιγε μέσα σε πολύχρωμα χαρτάκια από καραμέλες που φύλαγε όλο τον χρόνο, έπειτα τους πέρναγε μια κλωστή και τα κρέμαγε στο σπίτι. Αυτά ήταν τα στολίδια μας. Τα ομορφότερα του κόσμου και τα πιο ευωδιαστά!
Μας μάλωσε που, μέρα σαν κι αυτή -όπως έλεγε για σχεδόν όλες τις μέρες του χρόνου-, εμείς γυρίζαμε μέσα στο σπίτι ξυπολησιά και άπλυτοι και μας έστειλε να καθαρίσουμε τα μούτρα μας και να ντυθούμε. Μόνο έτσι θα μας άφηνε να φτιάξουμε τη σπηλιά.
Η σπηλιά ήταν πάντα δουλειά δική μου και του αδερφού μου του Νικολάκη. Τσακίζαμε το χαρτί του μπακάλη, καμιά φορά βάζαμε πάνω και λίγο ασβέστη να μοιάζει με χιόνι και μέσα, πάνω σε λίγα άχυρα, ακουμπούσαμε ευλαβικά το θείο βρέφος, τον Ιωσήφ και τη Μαρία. Από τον μικρό Χριστό, βέβαια, έλειπε το ένα χέρι. Μου γλίστρησε εμένα πέρυσι και μου ‘σπασε. Η μάνα στεναχωρέθηκε γιατί οι μικροσκοπικές αυτές πορσελάνες ήταν ό,τι κι ό,τι της είχε απομείνει, εκτός από την ίδια την ιστορία και τις μνήμες της, να της θυμίζουν τη Σμύρνη, αλλά δεν με είχε μαλώσει. Φέτος είχαμε και πρόβατα στη σπηλιά. Μας τα πήρε ο πάππος από την κυρά Σαντίνα που τα φτιάχνει μόνη της κάθε χρόνο, κι έτσι ο μικρός Χριστός θα ήταν πιο ζεστός. Ήταν βέβαια πιο μεγάλα απ’ αυτόν αλλά… ακόμη καλύτερα. Όσο μεγαλύτερα τα πρόβατα τόσο μεγαλύτερη και η ζέστη απ’ τις ανάσες τους.
Το μεσημέρι η μάνα μάς έβαλε να ξαπλώσουμε. Πάντα ξαπλώναμε τα μεσημέρια γιατί έπρεπε να κάνουμε ησυχία, αλλά ειδικά σήμερα η ησυχία δεν ήταν εύκολη υπόθεση! Έπρεπε να κανονίσουμε με τον αδερφό μου σχέδιο δράσης! Επιτέλους, μόλις σουρούπωσε φορέσαμε τους καινούργιους σκούφους και τα κασκόλ που μας είχε πλέξει η μάνα, ο Νικολάκης πήρε το τουμπί κι εγώ το σουραύλι και κινήσαμε για τα κάλαντα. Ο Γιωσήφης της κυρά Μαριόγκας έφερε το δικό του τουμπί. Συναντηθήκαμε στους Μύλους και δεν αφήσαμε σπίτι για σπίτι:
-«Να τα πούμε;»
-«Να τα πείτε, να τα πείτε».
Ήτανε μαζί μας και ο Θανασάκης της κυρά Αγγελικώς, που ήταν ο πιο μικρός και δεν ήξερε τα κάλαντα και γι’ αυτό του ‘χαμε δώσει και κράταγε το καλαθάκι που μας βάζανε τους μποναμάδες: κουραμπιέδες, φοινίκια, καρύδια, καραμέλες. Οι κουραμπιέδες και τα φοινίκια λοιπόν, είχανε μεγάλο σουξέ πάντα στην Απάνω Χώρα και μας φαινόταν ολόκληρη ιεροτελεστία η προετοιμασία τους. Τρεις-τέσσερις μέρες πριν τα Χριστούγεννα πηγαίναμε στον φούρνο και παίρναμε λαμαρίνες και έπειτα τις επιστρέφαμε γεμάτες για ψήσιμο. Μοσχοβόλαγε ο τόπος από τη γλίνα του κουραμπιέ και μας τρέχανε τα σάλια από τα μελωμένα φοινίκια. Έτσι, με τα κάλαντα, είχαμε πάντα την ευκαιρία να δοκιμάσουμε την τέχνη και άλλων κυράδων, αν και, καμιά φορά μες στην αποκοτιά μας, μπορεί να παίζαμε και πόλεμο με τους κουραμπιέδες. Αν φυσικά είχαμε μαζέψει αρκετούς! Εγώ πάντα λυπόμουν βέβαια, γιατί με τα γλυκά είχα «ειδική» σχέση, όμως… υπέκυπτα στις «ορέξεις» των μικρότερων για «πόλεμο». Η σχέση μου με τα γλυκά, πάντως, με γλίτωνε απ’ τις κατσάδες της κυρά Ρίτας, η οποία, μην μπορώντας να πιστέψει ότι το παιδί που καταναλώνει όλο το βάζο με το γλυκό του κουταλιού και μάλιστα αφήνοντας το κουτάλι μέσα στο άδειο βάζο, μπορούσε έστω και να διανοηθεί να χαραμίσει γλυκό για «πόλεμο», μονίμως μάλωνε τον αδερφό μου κι εγώ παρίστανα την «αθώα περιστερά».
Νύχτα πια, κουρασμένοι από τον ποδαρόδρομο και από τις δεκάδες φορές που είχαμε ψάλλει το «Καλήν εσπέρα άρχοντες», γυρίσαμε σπίτι, βάλαμε τα καλά μας και φύγαμε για το σπίτι του παππού Νικόλα και της γιαγιάς Εμιλής για την «καλή βραδινιά». Η γιαγιά είχε στρώσει τραπέζι. Κουνουπίδι βραστό, ψαράκι τηγανητό και ψωμί ήταν πάντα το μενού της παραμονής των Χριστουγέννων.
Η καμπάνα του Χριστού είχε ήδη χτυπήσει μία φορά την ώρα που μαζεύαμε το τραπέζι. Γρήγορα βάλαμε τα παλτά μας και φύγαμε για την εκκλησιά. Σε λίγο θα γεννιόταν ο Σωτήρας! Εμάς βέβαια, αν και μας άρεσε όλο αυτό το κλίμα κατάνυξης της νύχτας των Χριστουγέννων, και πιο πολύ οι μελωδικές φωνές της χορωδίας, καμιά φορά αποκοιμιόμασταν στις πάγκες και μας σκουντούσε η μάνα μας, μια τον έναν μια τον άλλον, μέχρι να ‘ρθει η ώρα να ψάλλουμε το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και να κοινωνήσουμε. Έπειτα, στην αυλή της εκκλησίας χαιρετήσαμε όλον τον κόσμο, αλλά εμείς βιαζόμασταν να φύγουμε να πάμε για ύπνο. Την άλλη μέρα θα μας περίμεναν τα δώρα μας δίπλα στη σπηλιά και είχαμε μεγάλη αγωνία.
Ανήμερα Χριστούγεννα ξυπνήσαμε πολύ νωρίς, πλυθήκαμε και χτενιστήκαμε μόνοι μας, βάλαμε πάλι τα καλά μας ρούχα και τρέξαμε να ευχηθούμε στον πατέρα και τη μάνα. Η μάνα ήθελε πρώτα να πιούμε το γάλα μας και μετά ν’ ανοίξουμε τα δώρα μας και ο Νικολάκης κόντεψε να κοντυλιαστεί ρουφώντας το. Έπειτα βουρ για τη σπηλιά. Ο πατέρας είχε φτιάξει ένα ξύλινο αεροπλανάκι για τον αδερφό μου και ένα πατίνι για ‘μένα. Κάναμε μεγάλη χαρά. Όλο το πρωί ο Νικολάκης έκανε τον πιλότο αλλά εγώ ήμουν στεναχωρημένος γιατί δεν μπορούσα να δοκιμάσω το πατίνι μου μέσα στο σπίτι.
Το μεσημέρι καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι και φάγαμε κοτόπουλο κοκκινιστό με μακαρόνια και ψωμί και ο πατέρας με τη μάνα ήπιανε και λίγο κρασί για το καλό. Έπειτα το απόγευμα κινήσαμε για τις βεγγέρες. Αρχίσαμε από τους γείτονες για να καταλήξουμε στο σπίτι του παππού Μάρκου και της γιαγιάς Άννας μαζί με θείους και ξαδέρφια. Τη νύχτα των Χριστουγέννων οι μεγάλοι έπιναν και γέλαγαν και έκλαιγαν, λέγοντας ιστορίες αστείες και ιστορίες θλιβερές, θυμόνταν ζωντανούς που έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν και που μάλλον δεν θα τους ξαναδούν ποτέ, νεκρούς που «θεός σ’χωρέστους» -όπως ποτέ δεν παρέλειπαν να πουν- χάθηκαν σε μακρινά και άγνωστα για ‘μας βουνά και πελάγη, άλλοι θυμόνταν την προσφυγιά και τις «χαμένες πατρίδες», που τότε δεν καταλαβαίναμε πού και πώς μπορεί να χαθεί μια πατρίδα, οι γυναίκες έβγαζαν που και που απ’ τα μανίκια τα μαντήλια τους και σφούγγιζαν ένα δάκρυ, αλλά «μέρα που ‘ναι» μετά γέλαγαν πάλι και ξανά απ’ την αρχή. Εμάς κάποτε μας έπαιρνε ο ύπνος δίπλα στα πόδια της γιαγιάς και μας ξύπναγε η μάνα ήσυχα και γλυκά για να γυρίσουμε σπίτι.
Στην προσευχή μας ευχαριστήσαμε το Θεό για ό,τι είχαμε αλλά και για ό,τι δεν είχαμε. Ήταν ήδη αρκετό που είχαμε αγάπη, φαγητό στο τραπέζι αλλά και τη σιγουριά που μας παρείχαν τα μόλις 7 μας χρόνια. Δεν βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Ούτε και βιαστήκαμε ποτέ. Βιαζόμασταν μόνο το σκοτάδι να γίνει φως… Και πάντα γινόταν!
*Τα ονόματα που αναφέρονται στην ιστορία και τα οποία ήταν κοινά στην Σέριφο είναι ψευδώνυμα τα οποία αφορούν σε (άλλοτε) υπαρκτά πρόσωπα.
Πηγή :
Παραμονή Χριστουγέννων. Ανοίξαμε τα μάτια μας πρωί-πρωί, σκουπίσαμε όπως-όπως από πάνω τα υπολείμματα του ύπνου και ξεχυθήκαμε με τις νυχτικιές μας στη σάλα. Η μάνα μας, η κυρά Ρίτα, είχε σηκωθεί απ’ τ’ αχάραγα κι έκοβε φλούδες πορτοκάλι και μανταρίνι. Τις τύλιγε μέσα σε πολύχρωμα χαρτάκια από καραμέλες που φύλαγε όλο τον χρόνο, έπειτα τους πέρναγε μια κλωστή και τα κρέμαγε στο σπίτι. Αυτά ήταν τα στολίδια μας. Τα ομορφότερα του κόσμου και τα πιο ευωδιαστά!
Μας μάλωσε που, μέρα σαν κι αυτή -όπως έλεγε για σχεδόν όλες τις μέρες του χρόνου-, εμείς γυρίζαμε μέσα στο σπίτι ξυπολησιά και άπλυτοι και μας έστειλε να καθαρίσουμε τα μούτρα μας και να ντυθούμε. Μόνο έτσι θα μας άφηνε να φτιάξουμε τη σπηλιά.
Η σπηλιά ήταν πάντα δουλειά δική μου και του αδερφού μου του Νικολάκη. Τσακίζαμε το χαρτί του μπακάλη, καμιά φορά βάζαμε πάνω και λίγο ασβέστη να μοιάζει με χιόνι και μέσα, πάνω σε λίγα άχυρα, ακουμπούσαμε ευλαβικά το θείο βρέφος, τον Ιωσήφ και τη Μαρία. Από τον μικρό Χριστό, βέβαια, έλειπε το ένα χέρι. Μου γλίστρησε εμένα πέρυσι και μου ‘σπασε. Η μάνα στεναχωρέθηκε γιατί οι μικροσκοπικές αυτές πορσελάνες ήταν ό,τι κι ό,τι της είχε απομείνει, εκτός από την ίδια την ιστορία και τις μνήμες της, να της θυμίζουν τη Σμύρνη, αλλά δεν με είχε μαλώσει. Φέτος είχαμε και πρόβατα στη σπηλιά. Μας τα πήρε ο πάππος από την κυρά Σαντίνα που τα φτιάχνει μόνη της κάθε χρόνο, κι έτσι ο μικρός Χριστός θα ήταν πιο ζεστός. Ήταν βέβαια πιο μεγάλα απ’ αυτόν αλλά… ακόμη καλύτερα. Όσο μεγαλύτερα τα πρόβατα τόσο μεγαλύτερη και η ζέστη απ’ τις ανάσες τους.
Το μεσημέρι η μάνα μάς έβαλε να ξαπλώσουμε. Πάντα ξαπλώναμε τα μεσημέρια γιατί έπρεπε να κάνουμε ησυχία, αλλά ειδικά σήμερα η ησυχία δεν ήταν εύκολη υπόθεση! Έπρεπε να κανονίσουμε με τον αδερφό μου σχέδιο δράσης! Επιτέλους, μόλις σουρούπωσε φορέσαμε τους καινούργιους σκούφους και τα κασκόλ που μας είχε πλέξει η μάνα, ο Νικολάκης πήρε το τουμπί κι εγώ το σουραύλι και κινήσαμε για τα κάλαντα. Ο Γιωσήφης της κυρά Μαριόγκας έφερε το δικό του τουμπί. Συναντηθήκαμε στους Μύλους και δεν αφήσαμε σπίτι για σπίτι:
-«Να τα πούμε;»
-«Να τα πείτε, να τα πείτε».
Ήτανε μαζί μας και ο Θανασάκης της κυρά Αγγελικώς, που ήταν ο πιο μικρός και δεν ήξερε τα κάλαντα και γι’ αυτό του ‘χαμε δώσει και κράταγε το καλαθάκι που μας βάζανε τους μποναμάδες: κουραμπιέδες, φοινίκια, καρύδια, καραμέλες. Οι κουραμπιέδες και τα φοινίκια λοιπόν, είχανε μεγάλο σουξέ πάντα στην Απάνω Χώρα και μας φαινόταν ολόκληρη ιεροτελεστία η προετοιμασία τους. Τρεις-τέσσερις μέρες πριν τα Χριστούγεννα πηγαίναμε στον φούρνο και παίρναμε λαμαρίνες και έπειτα τις επιστρέφαμε γεμάτες για ψήσιμο. Μοσχοβόλαγε ο τόπος από τη γλίνα του κουραμπιέ και μας τρέχανε τα σάλια από τα μελωμένα φοινίκια. Έτσι, με τα κάλαντα, είχαμε πάντα την ευκαιρία να δοκιμάσουμε την τέχνη και άλλων κυράδων, αν και, καμιά φορά μες στην αποκοτιά μας, μπορεί να παίζαμε και πόλεμο με τους κουραμπιέδες. Αν φυσικά είχαμε μαζέψει αρκετούς! Εγώ πάντα λυπόμουν βέβαια, γιατί με τα γλυκά είχα «ειδική» σχέση, όμως… υπέκυπτα στις «ορέξεις» των μικρότερων για «πόλεμο». Η σχέση μου με τα γλυκά, πάντως, με γλίτωνε απ’ τις κατσάδες της κυρά Ρίτας, η οποία, μην μπορώντας να πιστέψει ότι το παιδί που καταναλώνει όλο το βάζο με το γλυκό του κουταλιού και μάλιστα αφήνοντας το κουτάλι μέσα στο άδειο βάζο, μπορούσε έστω και να διανοηθεί να χαραμίσει γλυκό για «πόλεμο», μονίμως μάλωνε τον αδερφό μου κι εγώ παρίστανα την «αθώα περιστερά».
Νύχτα πια, κουρασμένοι από τον ποδαρόδρομο και από τις δεκάδες φορές που είχαμε ψάλλει το «Καλήν εσπέρα άρχοντες», γυρίσαμε σπίτι, βάλαμε τα καλά μας και φύγαμε για το σπίτι του παππού Νικόλα και της γιαγιάς Εμιλής για την «καλή βραδινιά». Η γιαγιά είχε στρώσει τραπέζι. Κουνουπίδι βραστό, ψαράκι τηγανητό και ψωμί ήταν πάντα το μενού της παραμονής των Χριστουγέννων.
Η καμπάνα του Χριστού είχε ήδη χτυπήσει μία φορά την ώρα που μαζεύαμε το τραπέζι. Γρήγορα βάλαμε τα παλτά μας και φύγαμε για την εκκλησιά. Σε λίγο θα γεννιόταν ο Σωτήρας! Εμάς βέβαια, αν και μας άρεσε όλο αυτό το κλίμα κατάνυξης της νύχτας των Χριστουγέννων, και πιο πολύ οι μελωδικές φωνές της χορωδίας, καμιά φορά αποκοιμιόμασταν στις πάγκες και μας σκουντούσε η μάνα μας, μια τον έναν μια τον άλλον, μέχρι να ‘ρθει η ώρα να ψάλλουμε το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» και να κοινωνήσουμε. Έπειτα, στην αυλή της εκκλησίας χαιρετήσαμε όλον τον κόσμο, αλλά εμείς βιαζόμασταν να φύγουμε να πάμε για ύπνο. Την άλλη μέρα θα μας περίμεναν τα δώρα μας δίπλα στη σπηλιά και είχαμε μεγάλη αγωνία.
Ανήμερα Χριστούγεννα ξυπνήσαμε πολύ νωρίς, πλυθήκαμε και χτενιστήκαμε μόνοι μας, βάλαμε πάλι τα καλά μας ρούχα και τρέξαμε να ευχηθούμε στον πατέρα και τη μάνα. Η μάνα ήθελε πρώτα να πιούμε το γάλα μας και μετά ν’ ανοίξουμε τα δώρα μας και ο Νικολάκης κόντεψε να κοντυλιαστεί ρουφώντας το. Έπειτα βουρ για τη σπηλιά. Ο πατέρας είχε φτιάξει ένα ξύλινο αεροπλανάκι για τον αδερφό μου και ένα πατίνι για ‘μένα. Κάναμε μεγάλη χαρά. Όλο το πρωί ο Νικολάκης έκανε τον πιλότο αλλά εγώ ήμουν στεναχωρημένος γιατί δεν μπορούσα να δοκιμάσω το πατίνι μου μέσα στο σπίτι.
Το μεσημέρι καθίσαμε όλοι γύρω από το τραπέζι και φάγαμε κοτόπουλο κοκκινιστό με μακαρόνια και ψωμί και ο πατέρας με τη μάνα ήπιανε και λίγο κρασί για το καλό. Έπειτα το απόγευμα κινήσαμε για τις βεγγέρες. Αρχίσαμε από τους γείτονες για να καταλήξουμε στο σπίτι του παππού Μάρκου και της γιαγιάς Άννας μαζί με θείους και ξαδέρφια. Τη νύχτα των Χριστουγέννων οι μεγάλοι έπιναν και γέλαγαν και έκλαιγαν, λέγοντας ιστορίες αστείες και ιστορίες θλιβερές, θυμόνταν ζωντανούς που έφυγαν και δεν ξαναγύρισαν και που μάλλον δεν θα τους ξαναδούν ποτέ, νεκρούς που «θεός σ’χωρέστους» -όπως ποτέ δεν παρέλειπαν να πουν- χάθηκαν σε μακρινά και άγνωστα για ‘μας βουνά και πελάγη, άλλοι θυμόνταν την προσφυγιά και τις «χαμένες πατρίδες», που τότε δεν καταλαβαίναμε πού και πώς μπορεί να χαθεί μια πατρίδα, οι γυναίκες έβγαζαν που και που απ’ τα μανίκια τα μαντήλια τους και σφούγγιζαν ένα δάκρυ, αλλά «μέρα που ‘ναι» μετά γέλαγαν πάλι και ξανά απ’ την αρχή. Εμάς κάποτε μας έπαιρνε ο ύπνος δίπλα στα πόδια της γιαγιάς και μας ξύπναγε η μάνα ήσυχα και γλυκά για να γυρίσουμε σπίτι.
Στην προσευχή μας ευχαριστήσαμε το Θεό για ό,τι είχαμε αλλά και για ό,τι δεν είχαμε. Ήταν ήδη αρκετό που είχαμε αγάπη, φαγητό στο τραπέζι αλλά και τη σιγουριά που μας παρείχαν τα μόλις 7 μας χρόνια. Δεν βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε. Ούτε και βιαστήκαμε ποτέ. Βιαζόμασταν μόνο το σκοτάδι να γίνει φως… Και πάντα γινόταν!
Χρόνια Καλά
με πίστη ότι «το σκοτάδι πάντα γίνεται φως»!
με πίστη ότι «το σκοτάδι πάντα γίνεται φως»!
*Τα ονόματα που αναφέρονται στην ιστορία και τα οποία ήταν κοινά στην Σέριφο είναι ψευδώνυμα τα οποία αφορούν σε (άλλοτε) υπαρκτά πρόσωπα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου