του Διονύση Σκλήρη
Έχουμε γνωρίσει τον Γιάνη Βαρουφάκη ως οικονομολόγο, ως πολιτικό, οριακά ως περφόρμερ, με το πρόσφατο βιβλίο του, όμως, έχει έρθει η στιγμή να τον γνωρίσουμε και ως ιστοριογράφο. (Η Αμερικανική έκδοση στην οποία βασιζόμαστε: And the weak suffer what they must? Europe’s crisis and America’s economic future, Nation Books, New York 2016. Η αγγλική έκδοση: And the weak suffer what they must? Europe, austerity and the threat to global stability, Bodley Head, London 2016). Το έργο αποτελεί από πολλές απόψεις ένα σίκουελ του Παγκόσμιου Μινώταυρου (The Global Minotaur: America, the true causes of the financial crisis and the future of the world economy, Zed Books, London 2011), καθώς αναλύει και αυτό την αλληλεξάρτηση Ευρώπης και Αμερικής μέσα σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, κάνει, όμως, κατά τη γνώμη μας, μια αποφασιστική στροφή προς την ιστοριογραφία και δη προς μια αφήγηση της Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μια σκοπιά που δεν είναι μόνο αυτή του επιστήμονα οικονομολόγου ή, έστω, του επιστήμονα οικονομολόγου που εκλαϊκεύει τη θεώρησή του για ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και αυτή ενός ιστοριογράφου που θα επικεντρώσει και σε γενικότερες πολιτικές, πολιτισμικές ακόμη και ψυχολογικές ή χαρακτηριολογικές συνιστώσες των ιστορικών δεδομένων.
Ο τίτλος του βιβλίου αντλείται από τον διάσημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους στον Θουκυδίδη, όπου μια ιδεολογία της ισχύος συμπυκνώνεται στην επιγραμματική φράση: «δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν» (Θουκ. 5,89). Θα λέγαμε σε μια κάπως ελεύθερη μετάφραση: «οι ισχυροί επιβάλλουν τη δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν». Καθ’ όλη τη διάρκεια της μετά το 2008 κρίσης ο Θουκυδίδης και δη ο διάλογος με τους Μηλίους εργαλειοποιήθηκε από πολλές διαφορετικές πλευρές. Πολλοί κυνικοί λάγνοι της ισχύος χρησιμοποίησαν το παράδειγμα της σφαγής των Μηλίων για να καταδείξουν ποια μοίρα περιμένει όσους αντιστέκονται και το πώς είναι μάταιο να εναντιώνεσαι σε έναν ισχυρό που μπορεί να σε καταστρέψει. Το αφήγημα αυτό ήταν λ.χ. της μόδας και κατά το καλοκαίρι του 2015. Από την άλλη, είναι καλό να θυμόμαστε ότι αυτό που προσπαθεί κυρίως να εξηγήσει ο Θουκυδίδης δεν είναι η καταστροφή των Μηλίων, που έχει μια αυτονόητη προφάνεια, αλλά, πολύ περισσότερο, η καταστροφή των Αθηναίων λόγω της ύβρεως της εξουσίας που επέδειξαν έναντι πολλών, συμπεριλαμβανομένων και των Μηλίων. Από αυτήν την άποψη, ο Γιάνης Βαρουφάκης απηχεί κατά τη γνώμη μας καλύτερα τον ερμηνευτικό αγώνα του Θουκυδίδη που είναι να καταδειχτεί ο αυτοαναιρούμενος χαρακτήρας της ύβρεως της ισχύος. Κι αν πεδίο της ερμηνευτικής προσοχής του Θουκυδίδη ήταν η αθηναϊκή ηγεμονία του 5ου αιώνα π.Χ., το αντίστοιχο του Γ.Β. είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και δη η Ευρωζώνη σε μία περίοδο, που, αν συμπεριλάβουμε και τις προϋποθέσεις που οδήγησαν σε αυτή, εκτείνεται από το 1944 (Bretton Woods), ή ακόμη πιο πίσω από το 1919 (Συνθήκη των Βερσαλλιών), και εκτείνεται μέχρι σήμερα.
Ο Γιάνης Βαρουφάκης προτάσσει δύο απλές αλληλένδετες έννοιες: «Δημοκρατία», «αδύναμοι». Και μπορεί να είναι ένας κοινός τόπος να κατηγορεί κανείς τον Γιάνη Βαρουφάκη για «ναρκισσισμό». (Στη δική μας παρουσίαση δεν θα σταθούμε σε παρόμοιες κατηγορίες, όπως λ.χ. στο αν υπάρχει μια ορισμένη ποζεριά στην πληθωριστική χρήση ψαγμένων αγγλικών λογοπαιγνίων, μεταφορών και άλλων εκφράσεων από τον Γ.Β., οι οποίες σε κάθε περίπτωση καθιστούν το βιβλίο ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα. Ο λόγος που δεν θα σταθούμε σε αυτές τις αιτιάσεις είναι ότι, κατά τη γνώμη μας, πρόκειται κατά βάθος για μια απολίτικη κριτική την οποία εργαλειοποιεί η εκάστοτε εξουσία για να εξουδετερώσει ως «νάρκισσο» όποιον έχει την τόλμη να προτείνει μια εναλλακτική στην ΤΙΝΑ). Κι όμως, ο όποιος θρυλούμενος «ναρκισσισμός» του Γ.Β. δεν τον ωθεί σε μία εκζήτηση περίπλοκα πρωτότυπων ή αυτοϊκανοποιητικά ουτοπικών διεξόδων στα δεινά της εποχής μας, όπως είναι η συνήθεια πολλών διανοουμένων, ιδίως της Ηπειρωτικής Φιλοσοφίας. Αντιθέτως, τον οδηγεί σε μία επιμονή στις δύο αυτές κλασικές, -σχεδόν κοινότοπες-, αξίες, της δημοκρατίας και της μέριμνας για τους αδύναμους, ενώ το κύριο θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημά του είναι η βιωσιμότητα της ισχύος. Αν η δημοκρατία και η μέριμνα για τους αδύναμους είναι δύο θεμελιώδεις αξίες, αυτό συμβαίνει όχι μόνο για την αξία τους καθ’ εαυτές, όπως θα επέμενε ένας ουτοπιστής, αλλά, επίσης, γιατί μόνο επί του ερείσματος της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των αδυνάμων, μπορεί να στηθεί μία βιώσιμη ισχύς στους αντίποδες των μη βιώσιμων ορμών που επέδειξαν ορισμένες μορφές δημοκρατίας, όπως η αθηναϊκή τον 5ο αιώνα π.Χ. ή η μεταδημοκρατική «δημοκρατία» του Παγκόσμιου Μινώταυρου μετά το 1971, οι οποίες, εντέλει, δεν μπορούν παρά να αυτοαναιρεθούν σε εκρήξεις όπου το έλλειμμα της αυθεντικής και βιώσιμης δημοκρατίας οδηγεί σε θεαματικές καταρρεύσεις γενικευμένης βαρβαρότητας. Η στοχαστική χειρονομία του Γ.Β. είναι αυτή ενός οπτιμιστή του ορθού λόγου. Πιστεύει ότι ένα είδος καπιταλισμού μπορεί να είναι βιώσιμο αν συνυπάρξει με γνησιότερες και όχι εντελώς προσχηματικές μορφές δημοκρατίας και μέριμνας για τους αδύναμους. Συναφώς, ενώ ο Βαρουφάκης είναι ένας εξαιρετικά ασκημένος και οξυδερκής εντοπιστής των αντιφάσεων του καπιταλισμού, σχεδόν εξίσου με τον συνοδοιπόρο του Σλάβοϊ Ζίζεκ, ωστόσο, διαθέτει μία κεϋνσιανή ή νεοκεϋνσιανή πίστη ότι αυτές οι αντιφάσεις είναι δυνατόν να λυθούν αν αντικαταστήσουμε τα υπάρχοντα ψευδοδιλήμματα με βιώσιμες διεξόδους. Ως προς αυτό διαφέρει από έναν κλασικό μαρξιστή που δεν θα δεχόταν την ύπαρξη λύσεων εντός του καπιταλισμού, και μάλιστα της αποχαλινωμένης μορφής του που βιώνουμε σήμερα.
Ωστόσο, οι επιφυλάξεις κλασικών μαρξιστών έναντι μιας οπτιμιστικής πεποίθησης του Γ.Β. στη διασωσιμότητα του καπιταλισμού ή εν γένει στην ορθολογικότητα δεν πρέπει να επισκιάσουν τον ενίοτε γνήσια ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα του εγχειρήματός του. Παραφράζοντας τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, θα λέγαμε ότι σε ορισμένες εποχές το να προτείνεις κάτι μετριοπαθές είναι το πιο βίαιο πράγμα που μπορείς να κάνεις. Η επανάσταση της μετριοπάθειας που επιφέρει ο Γιάνης Βαρουφάκης με τα «modest proposals» του λειτουργεί γνωσιολογικά ως αποκάλυψη: Εάν υπάρχουν μετριοπαθείς οικονομολογικές λύσεις και αυτές δεν εφαρμόζονται, τότε αποκαλύπτεται το ψεύδος μιας τεχνοκρατικής πρόταξης δήθεν αποπολιτικοποιημένων οικονομολογικών κριτηρίων. Παραλλάσσοντας ένα γνωστό ρητό, θα λέγαμε ότι για την οικονομία ισχύει ό,τι και για το σεξ: Σε αυτόν τον κόσμο όλα γίνονται για την οικονομία. Εκτός από την ίδια την οικονομία. Η οικονομία γίνεται για την (πολιτική) ισχύ. (Κρίσιμα παραδείγματα από το βιβλίο είναι το πώς ένα οικονομικό μέτρο ή μια καθυστέρηση οικονομικής λύσης στην Ελλάδα ή την Πορτογαλία μπορεί να εργαλειοποιείται ως πολιτικό όπλο εναντίον της Ιταλίας ή της Γαλλίας μέσα στους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Ή το πώς, πρωτύτερα, τα κριτήρια του Maastricht μπορεί να ήταν λιγότερο ένα αυστηρά τεχνικό οικονομολογικό κριτήριο ένταξης, -δεδομένου ότι έγιναν τελικά δεκτές και χώρες που έκαναν χρήση «ελληνικής» ή, πιο πριν, και «ιταλικής στατιστικής» εν γνώσει των φυλάκων-, και περισσότερο ένα μέσο πίεσης και πειθαναγκασμού αφού η προβληματική χώρα εισέλθει). Ο Γ.Β. μέσα από έναν συνδυασμό οικονομολογίας και ιστοριογραφίας αναδεικνύει την πολιτική πίσω από την οικονομολογία, ενώ μέσα από τις προτάσεις που κάνει αποδεικνύει τους πολιτικούς λόγους της απροθυμίας των ελίτ να μετασχηματίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση προς μια βιώσιμη μορφή. Χαρακτηριστική του βιβλίου είναι μια σχεδόν πληθωριστική επίκληση στην ορθολογικότητα (rationality) και τη μετριοπάθεια, η οποία, όμως, παραδόξως, λειτουργεί ανατρεπτικά. Αν ο Βαρουφάκης είναι σήμερα ο τρελός του ευρωπαϊκού χωριού, ο 19ος λίθος, ον απεδοκίμασαν οι 18 οικοδομούντες του Eurogroup, αυτό το πετυχαίνει μέσα από μία εργώδη προσπάθεια να καταθέσει βιώσιμες διεξόδους, οι οποίες, εφόσον απορρίπτονται, αποκαλύπτουν ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός» με την έννοια ότι ο ηγεμών, ο κατά Θουκυδίδη «προύχων», δεν είναι διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή παραχώρηση για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με την οικονομική ορθολογικότητα, αλλά, αντιθέτως, με την πολιτική ισχύ. Ο Γ.Β. αναλαμβάνει τη θέση του οιονεί σοσιαλφιλελεύθερου, για να καταδείξει ότι αν κάποιος είναι σήμερα πραγματικά σοσιαλφιλελεύθερος, -(και όχι απλά σοσιαλφιλελεύθερος με την έννοια ορισμένων σύγχρονων Ελλήνων διανοουμένων που ανακαλύπτουν αίφνης την ηθική της ευθύνης στη μορφή του Ευάγγελου Βενιζέλου)-, τότε θα θεωρηθεί ως ανατρεπτικός και επαναστάτης από τους προύχοντες ή θα αποσιωπηθεί σιγηλά ως «γραφικός». Με όση περισσότερη συνέπεια, ωστόσο, και, κυρίως, επιστημονική ακρίβεια αναλάβεις την υποστήριξη μιας ορθολογικής βιωσιμότητας, τόσο περισσότερο καταδεικνύεις το ψεύδος της συνθήκης μας.
Με αυτήν την έννοια, αν ο Γιάνης Βαρουφάκης στη θητεία του ως Υπουργός Οικονομικών αλλά και στο επιστημονικό έργο του μας αποκαλύπτει στιγμές ενός εσχατολογικού μεσσιανικού που υπονομεύει την ευρωπαϊκή τάξη, αυτό γίνεται με τη μορφή ενός κοινολογικάριου τρολ, που προσπαθεί να επαναδιατυπώσει τι είναι η αληθινή κοινή λογική, με αποτέλεσμα αν όχι την επιτυχία σε μια μετάλλαξη της Ευρώπης, τότε τουλάχιστον ένα τρολάρισμα των προυχόντων που αξίζει να γίνει, έστω και μόνο για γνωσιολογικούς σκοπούς. Εξάλλου, δεν υπάρχει καλύτερο τρολάρισμα στους προύχοντες από αυτό που γίνεται στο όνομα του ορθού λόγου, ή, ακόμη καλύτερα, από αυτό που συνιστά όντως ορθό λόγο. (Όπως και αντιστρόφως, θα προσθέταμε, δεν υπάρχει καλύτερος ορθός λόγος από αυτόν που συνίσταται επιτελεστικά στην πράξη του τρολαρίσματος). Θα συμπληρώναμε σε αυτό μια τυπική βαρουφάκεια ανωτερίλα, όταν λ.χ. σημειώνει ότι η καλύτερη αντίσταση είναι η απαθής, η απαλλαγμένη από μίσος («hate-free resistance»). Ή, πολύ περισσότερο, σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, όταν επιδαψιλεύει επαίνους στον Mario Draghi (ως τον μη χείρονα της ιστορίας τουλάχιστον) για τις προσπάθειές του να κερδίσει χρόνο για την Ευρωζώνη ανθιστάμενος στη Γερμανία, παρ’ όλο που από μια υποκειμενική σκοπιά, η σχέση τους είχε περάσει μία πολύ δύσκολη στιγμή τον Ιούνιο του 2015 κατά τις κινήσεις που οδήγησαν στην επιβολή capital controls. Σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο διατυπώνει συναφώς την αρχή ότι «η πολιτική βρίσκει το καλύτερο αποκορύφωμά της, όταν μας διαφωτίζει μέσα από τις διαισθήσεις ενός αντιπάλου», αναφερόμενος στη διαίσθηση της Margaret Thatcher ότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα αφορά στην πολιτική της Ευρώπης. Έκανε μάλιστα την ανωτεριά να το αναφέρει αυτό σε συγκέντρωση υποστηρικτών του Jeremy Corbyn αποσπώντας, παραδόξως, την επιδοκιμασία του κοινού (σ. 92).
Το συγκεκριμένο βιβλίο, όμως, πάει πολύ πιο πέρα από την επιμονή ενός ορθολογικάριου hate-free τρολού του χωριού σε μια Ευρώπη παραλόγως αυτοκαταστρεφομένων προυχόντων, και θα έλεγε κανείς ότι μοιράζεται με τον Θουκυδίδη περισσότερα από ένα ενδιαφέρον για την τύχη των αδυνάμων. O Βαρουφάκης στοχάζεται μια ιστορία «κτῆμα ἐς ἀεί» από τη σκοπιά του ηττημένου, που θέλει να εντρυφήσει στους λόγους της ιστορικής του ήττας, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ο Θουκυδίδης επιδόθηκε στη θεωρία μόνο ύστερα από την ήττα του από τον στρατηγό Βρασίδα στην Αμφίπολη και την εξορία του από τους Αθηναίους. Γιατί, εντέλει, την Ιστορία τη γράφουν οι ηττημένοι. Αυτοί που δεν θέλουν να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους μέσω της ιδεολογικής ηγεμονικής τους ανάγνωσης και που δεν έχουν λόγο να υποκριθούν, αλλά μπορούν να συντονιστούν εκ των ένδον με όσα αποκαλύπτουν οι ιστορικές ματαιώσεις. Σε αντίθεση, όμως, με τον Θουκυδίδη, ο Βαρουφάκης δεν γράφει από μια θέση οριστικά και αμετάκλητα εξοστρακισμένου, ενός συνταξιούχου της ιστορικής πάλης, αλλά μάλλον με τη διάθεση ενός προς ώρας «εξόριστου», ο οποίος παίρνει ένα μικρό διάλειμμα βγαίνοντας για λίγο από την ιστορική σκηνή, για να στοχαστεί τις αιτίες της ιστορικής ματαίωσης, πηγαίνοντας μακριά. Η στοχαστική αναδίφηση του παρελθόντος δεν αποτρέπει, επομένως, την τόλμη στην κατάθεση προτάσεων, οπότε η «κτῆμα ἐς ἀεὶ» γνώση στρέφεται προς το μέλλον και προς τη διερώτηση πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να γίνει δημοκρατική. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο Γ.Β. δεν ακολουθεί ένα αφήγημα ότι μια πιο δημοκρατική και κοινωνιοκεντρική Ευρώπη εξελίχθηκε σε νεοφιλελεύθερη και αυταρχική. Αντιθέτως, δείχνει πώς η αποδημοκρατικοποίηση και αποπολιτικοποίηση ήταν εξαρχής στη λογική της. Οπότε το όραμα ενός εκδημοκρατισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μάλλον μια καινοτομία, που απαιτεί ρήξη με τις καταβολές της, ερχόμενη από το μέλλον· που δικαιούμαστε, όμως, να την απαιτήσουμε στο όνομα των ευρύτερων οραμάτων της νεωτερικότητας.
Το έργο του Γ.Β. εντρυφά, λοιπόν, όχι μόνο στους οικονομολογικούς δείκτες, αλλά και σε έναν τρόπο ιστοριογραφίας που έρχεται από μακριά, θυμίζοντας αρχαίους κλασικούς. Είναι ενδιαφέρον λ.χ. πώς ο αφηγητής αποτελεί και δρων υποκείμενο της ιστορίας, όπως στην παράδοση αρχαίων ιστορικών που είχε τύχει να συμμετέχουν οι ίδιοι σε γεγονότα που περιγράφουν λ.χ. ως στρατηγοί ή διαπραγματευτές, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται κατάχρηση αυτής της μεθόδου. Στην ανάλυση πολλών θεμάτων έχουμε αναζήτηση σε στιγμές από την προϊστορία ή την πρώιμη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετά γρήγορες εναλλαγές με το τι συμβαίνει στο σήμερα, όπου ο Γ.Β. ήταν ενεργός συνομιλητής των Ευρωπαίων εταίρων. Κατά τον τρόπο αυτό έχουμε μια προσωπική ερμηνευτική, όπου εσχατολογικώς εξηγείται το πρότερο από το ύστερο, και δη το προσωπικώς βιωμένο ύστερο, χωρίς όμως αυτό να οδηγεί σε μια μονότροπη ντετερμινιστική τελεολογία. Η έμφαση στην Ιστορία ως βιωμένη εμπειρία, ή, αν μας επιτρέπεται το παράδοξο, ως «βιωμένη οικονομολογία» φαίνεται και από το ότι η «Μούσα» του Βαρουφάκη, ως άλλη μούσα ομηρική (Καλλιόπη), μας αποκαλύπτει από τη μια διαλόγους μεταξύ «θεών» σε κορυφαίες συναντήσεις σωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, από την άλλη, ιστορίες κοινών «θνητών» σε δρόμους της Αθήνας, που τους λυμαίνονται Νεοναζί, ή σε μια επαρχία, όπου τα τραύματα του εμφυλίου είναι ακόμη ανοιχτά. Η ίδια Μούσα δεν παραλείπει να πάει στον καθεδρικό του Άαχεν, όταν ο Valéry Giscard d’Estaing και ο Helmut Schmidt επισκέφθηκαν τα λείψανα του Καρλομάγνου την ίδια μέρα που υπέγραψαν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, τον πρόδρομο του Ευρώ, και διορά τις προσευχές που μπορεί να έκαναν (σ. 61 κ.ε.)
Αν ως οικονομολόγος και ως ιστορικός ο Γ.Β. προσφέρει ευσυνόπτως τη διαχρονία, ως συγγραφέας και αφηγητής έχει επίσης το χάρισμα να αποδίδει μια συγχρονία, δίνοντας στον αναγνώστη μια ορισμένη ιστορική «φέτα», στην οποία μπορούμε να δούμε τον «τρόπο» των προυχόντων, αλλά και τη βιωμένη εμπειρία των «ασθενών», θυμίζοντας μυθιστορήματα του John Dos Passos, που προσπαθούσαν να συντονιστούν με ολόκληρο το συλλογικό συνειδησιακό ρεύμα μιας ορισμένης καίριας ιστορικής στιγμής, τότε στην άλλη μεγάλη κρίση, αυτή του 1929. Οι διακυμάνσεις των επιτοκίων μπορούν έτσι να συνυπάρχουν στις σελίδες του βιβλίου με τα αξιακά ρήγματα του Μάη του ’68 ή με το Woodstock.
Συναφώς, ο ιστοριογράφος Βαρουφάκης (Κλειώ) περιγράφει τον τρόπο των πρωταγωνιστών του, είτε πρόκειται για πρόσωπα, είτε για λαούς, είτε για πολιτικές παραδόσεις. Λ.χ. η αμερικανική αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα στο να θέλουν την παγκόσμια ηγεμονία ακόμη και αν αυτό έχει ως τίμημα το ρίσκο αυτοκαταστροφής τους, ο συνδυασμός τόλμης και ψυχρού πραγματισμού. που τους χαρακτηρίζει, αντιδιαστέλλεται προς τη γερμανική νοοτροπία βιομηχάνου- βιοτέχνη που επιζητεί ένα πιο ελεγχόμενο περιβάλλον. Ή καταδεικνύεται το πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίχτηκε σε έναν συνδυασμό μιας γαλλικής πολιτικής παράδοσης που παράγει διοικητές, εξερχόμενους από τις Grandes Écoles και μιας γερμανικής αποτελεσματικότητας στη βιομηχανική παραγωγή.
Εξάλλου, ο τραγωδός Βαρουφάκης (Μελπομένη) αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές του ως δραματικά ή και τραγικά πρόσωπα μέσα από τις αντιφάσεις τους, ακολουθώντας μια ανθρωπιστική παράδοση. Λ.χ. ο Paul Volcker, ο άνθρωπος που στη δεκαετία του 1970 εγκαινίασε το δόγμα της ελεγχόμενης αποσύνθεσης και δημιούργησε τον κατά Γ.Β. «Παγκόσμιο Μινώταυρο», παρουσιάζεται στην αφετηρία του ως ένας New Dealer, ο οποίος θα ήθελε σε μία ιδανική περίσταση να είχε μπορέσει να σταθεροποιήσει το σύστημα του Bretton Woods. Ήταν μόνο όταν κατανόησε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, που προτίμησε να προσπαθήσει να διατηρήσει την αμερικανική ηγεμονία βασίζοντας ανατρεπτικά τη νέα αμερικανική ηγεμονία όχι στα πλεονάσματα των Η.Π.Α. αλλά στα ελλείμματά τους. Ο Volcker θεωρείται, λοιπόν, ως ένα δραματικό πρόσωπο που εν όψει της ύψιστης ανάγκης να διατηρηθεί εσαεί η αμερικανική ηγεμονία, πάει εντελώς αντίστροφα στη λογική των αρχικών του δεσμεύσεων, τις οποίες κατακρημνίζει εν ονόματι ενός ψυχρού πραγματισμού με μια αυτοπεποίθηση όχι άμοιρη τραγικότητας. Παρομοίως, ο François Mitterrand και ο Helmut Kohl, που προωθούν τη νομισματική ένωση της Ευρώπης χωρίς αντίστοιχη πολιτική ένωση, τοποθετούν τις ελπίδες τους για μια τέτοια ένωση στο μέλλον, εγκαινιάζοντας μια σειρά ηρώων τραγωδίας επαναλαμβανόμενης ως φάρσας, οι οποίοι έχουν μια γνώση Κασσάνδρας ότι η τελική κρίση κάποτε θα έρθει, και κάνουν ό,τι μπορούν για να την αναβάλουν με διάφορα τεχνάσματα, εναποθέτοντας στους επιγόνους τις συνέπειες από την αύξηση του ρίσκου στη μπλόφα. Ένας New Dealer που οδήγησε στη μεγαλύτερη απορρύθμιση της οικονομικής Ιστορίας, ένας σοσιαλιστής Πρόεδρος που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια μετάλλαξη όπου οι πολιτικοί ηγέτες που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην πολιτική ένωση της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν πια να υπάρξουν, έχοντας δώσει τη θέση τους σε άνευρους τεχνοκράτες, ιδού το υλικό για τους Βίους Παραλλήλους ενός σύγχρονου Πλουτάρχου.
Στις Μούσες του Βαρουφάκη θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη Θάλεια, τη Μούσα της κωμωδίας, λόγω του καυστικού χιούμορ με το οποίο αναδεικνύονται οι αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού και όχι μόνο. Ως παράδειγμα θα αναφέρουμε τις νύξεις του Γ.Β. για τους Παριζιάνους διανοούμενους που τη στιγμή ακριβώς που ο François Mitterrand γινόταν ένα από τα πρώτα παραδείγματα σοσιαλιστή που επέβαλε λιτότητα στο εσωτερικό ελπίζοντας σε μια μελλοντική ανατροπή στο πανευρωπαϊκό επίπεδο (μας θυμίζει αυτό τον σημερινό Σύ.Ριζ.Α.;), αυτοί συναινούσαν με την αυτοϊκανοποίηση ότι βρίσκονταν στη σωστή πλευρά ενός αδήριτου ιστορικού προτσές, όπως στις καλύτερες στιγμές του Σταλινισμού.
Κύρια δύναμη, λοιπόν, του βιβλίου είναι η αφηγηματική συνοχή του. Εξιστορεί σχεδόν έναν αιώνα Ιστορίας από το 1919 (Συνθήκη των Βερσαλλιών), αλλά κυρίως από το 1944 (Bretton Woods), με μια αφήγηση που είναι αριστοτελικώς «ευσύνοπτη», δηλαδή μπορείς ανά πάσα στιγμή να διακρίνεις και το όλον και τα μέρη της. Το συνεκτικό αυτό αφήγημα έχει τις εξής κυρίως στιγμές: Εκτός από κάποιες αναφορές στις συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών, στην πρώτη χρηματιστικοποίηση της δεκαετίας του 1920, στην κρίση του 1929, στο σύστημα ισοτιμιών με βάση τον χρυσό και στο New Deal, η κυρίως αφήγηση αρχίζει με μια στιγμή με ξεχωριστή δραματική ένταση, ήτοι στη σύγκρουση του John Maynard Keynes με τον μαθητή του Harry Dexter White στο Bretton Woods (Ιούλιος 1944). Ο μέντορας Keynes παρουσίασε (για λογαριασμό της Αγγλίας) μια εξαιρετικά ορθολογική λύση για ένα παγκόσμιο σύστημα σταθεροποίησης του καπιταλισμού βασισμένο σε τρεις αρχές: τη δημιουργία ενός διεθνούς νομίσματος, του bancor (σ. 6), ένα σύστημα σταθερών τιμών ανταλλαγής ανάμεσα στο παγκόσμιο νόμισμα και τα εθνικά και μία παγκόσμια τράπεζα που θα «έτρεχε» όλο το σύστημα (σ. 14). Αν και ο Dexter White ήταν μαθητής του Keynes, ωστόσο το διακύβευμα ήταν η λύση να συνάδει με την πολιτική σημασία και ισχύ των Η.Π.Α. και για αυτό αντί για ένα διεθνές νόμισμα, το παγκόσμιο σύστημα βασίστηκε στο δολάριο. Η λύση αυτή, όμως, επέπρωτο να διαρκέσει μόνο όσο οι Η.Π.Α. είχαν ένα διπλό πλεόνασμα: Πλεόνασμα στο εμπορικό τους ισοζύγιο λόγω της αυξημένης βιομηχανικής τους παραγωγής και πλεόνασμα στο ισοζύγιο χρεών. Όταν, όμως, αυτά τα πλεονάσματα σταμάτησαν να υπάρχουν λόγω της αυξημένης παραγωγής χωρών, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, δηλαδή ακριβώς των ηττημένων του πολέμου που είχαν βοηθηθεί, όμως, από τους Αμερικανούς να σταθούν στα πόδια τους ως απολύτως αναγκαίοι περιφερειακοί πυλώνες του παγκόσμιου αμερικανοκίνητου καπιταλισμού, που θα ήταν πιο πειθήνιοι και αποτελεσματικοί από ό,τι λ.χ. η Αγγλία ή η Γαλλία, τότε το σύστημα του Bretton Woods δεν μπορούσε παρά να παραπαίει, όπως είχε προβλέψει ο Keynes. Η λύση που έδωσαν οι Η.Π.Α. ήταν τυπικά αμερικανική: Να μετατρέψουν το έλλειμμα σε πλεονέκτημα μέσω μιας αντιστροφής του διεθνούς συστήματος και μιας δημιουργίας αυτού που ο Γ.Β. ονομάζει «Παγκόσμιο Μινώταυρο». Η απάντηση των Ευρωπαίων σε αυτό ήταν να δημιουργήσουν ένα μίνι Bretton Woods, κατά την ερμηνεία του Γ.Β., ήτοι ένα μίνι σύστημα σταθερών ισοτιμιών εντός της Ευρώπης.
Ως ιστοριογράφος ο Γ.Β. επικεντρώνει και σε προδρομικές στιγμές, οι οποίες στιγμιαία απέτυχαν, όμως κατατέθηκαν ως ανασταλείσες έστω ροπές μιας ιστορικής δυναμικής. Επιλέγει, δηλαδή, να μη μιλήσει με όρους αδήριτης ιστορικής εσχατολογίας, αλλά επίσης με όρους διαλεκτικής ανέλιξης μέσα και από πρόσκαιρες ματαιώσεις μιας τάσης. Στο δεύτερο λ.χ. κεφάλαιο αναφέρεται με καυστικό χιούμορ σε μια «ανήθικη πρόταση», ήτοι στη γαλλική πρόταση που έγινε δύο φορές στους Γερμανούς για κοινό νόμισμα κατά τη δεκαετία του 1960 και η οποία παρομοιάζεται με την αγκαλιά ενός μποξέρ που περιπτύσσει τον αντίπαλό του στιγμιαία προκειμένου μετά να του φέρει το αποφασιστικό χτύπημα. Γιατί οι De Gaulle και Giscard d’Estaing είχαν ήδη από το 1964 κάνει την πρόταση του κοινού νομίσματος (σ. 30) για να εισπράξουν μία γερμανική απάντηση που είναι χαρακτηριστική ακόμη και για σήμερα: κάτι τέτοιο θα σήμαινε εντέλει, απάντησε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, την απώλεια της γαλλικής εθνικής κυριαρχίας. Ο λόγος που αναφέρεται το επεισόδιο είναι για να εξαρθεί τι είχε αλλάξει μία δεκαετία αργότερα, όταν και εντέλει οι Γερμανοί δέχτηκαν την πρόταση. Κατά τον Γ.Β., ενώ οι Γάλλοι σε ένα πρώτο στάδιο ήθελαν τη νομισματική ένωση ως ένα μέσο για να εξουδετερώσουν τη Γερμανία, οι Γερμανοί εντέλει αποδέχθηκαν τη νομισματική ένωση μόνο μετά το τέλος του συστήματος του Bretton Woods. Ο λόγος ήταν ότι καθώς η οικονομία της Γερμανίας βασίζεται στις εξαγωγές, δεν θα μπορούσε να αντέξει ένα ελεύθερα κυμαινόμενο νόμισμα που θα έκανε υπερβολικά ακριβές της εξαγωγές της στο εξωτερικό. Από όταν, λοιπόν, οι Η.Π.Α. οδήγησαν σε κατάργηση το Bretton Woods, η Γερμανία θεώρησε ότι ένα μικρότερο ευρωπαϊκό Bretton Woods θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υποκατάστατο του παγκόσμιου προς όφελος της γερμανικής βιομηχανίας. To καινούργιο που συνέβη μετά το 1971, αλλά κυρίως μετά το 1978, είναι το δόγμα του Paul Volcker για μια «ελεγχόμενη αποσύνθεση» της παγκόσμιας οικονομίας. Το ουσιώδες αυτού του δόγματος είναι ότι αν οι Η.Π.Α. δεν μπορούσαν πια να ανακυκλίζουν τα πλεονάσματά τους, καθώς έχουν ολισθήσει σε μια θέση ελλείμματος, τότε θα πρέπει να ανακυκλίζουν τα πλεονάσματα των άλλων. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με έναν συνδυασμό υψηλών επιτοκίων στη Wall Street αλλά και την προσφορά μιας προσοδοφόρου αγοράς για επενδυτές. Το κόστος, όμως, θα ήταν μια σχετική αποβιομηχάνιση των Η.Π.Α. Αυτό, λοιπόν, που άλλαξε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν ότι αν το συνολικό σχέδιο του Volcker σήμαινε ότι θα ήταν δυνατή μια συνεχής ροή γερμανικών κεφαλαίων προς τη Wall Street, τότε μια νομισματική ένωση με τη Γαλλία θα μπορούσε να δουλέψει. Ο λόγος είναι ότι τα όλο και πιο γιγαντιαία ελλείμματα των Η.Π.Α. θα λειτουργούσαν ως μια «ηλεκτρική σκούπα» που θα απορροφούσε τα πλεονάσματα της Γερμανίας, και το γαλλικό φράγκο θα μπορούσε έτσι να είναι συνδεδεμένο με το γερμανικό μάρκο, χωρίς να δημιουργείται πληθωρισμός. Το γεγονός αυτό βέβαια δείχνει την απόλυτη αλληλεξάρτηση των συμβαινόντων στην Ευρώπη και την Αμερική, κάτι που συνέβη και το 1944-1949 και στη δεκαετία του 1970 και σήμερα. Η σημαντική παράπλευρη συνέπεια, ωστόσο, ήταν η απόλυτη χωρίς όρια χρηματιστικοποίηση.
Με τον τρόπο αυτό η πολιτική ανακύκλιση αντικαταστάθηκε από μία «ανακύκλιση καλοκαιρίας» (fair-weather recycling), που ώθησε σε μία νέα δυναμική κατανάλωσης και παραγωγής μέχρι το 2008 που είχαμε τη γνωστή κατάρρευση μιας πολύ εύθραυστης ισορροπίας. Το σύστημα αυτό έχει ονομαστεί από τον Γ.Β. «Παγκόσμιος Μινώταυρος» με την έννοια ότι ένα έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου των Η.Π.Α. αφενός οδηγούσε στην εύρυθμη λειτουργία των βιομηχανιών του υπόλοιπου κόσμου καταβροχθίζοντας τις εξαγωγές των άλλων χωρών, ενώ αφετέρου τα κέρδη από αυτές τις εξαγωγές επανέρρεαν στη Wall Street, ως σε ένα τέρας που καταβρόχθιζε την οφειλόμενη σε αυτό προσφορά. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι μπορεί πλέον να κέρδιζαν λιγότερα, είχαν όμως και μεγαλύτερη πρόσβαση σε δανεισμό μέχρι την κατάρρευση αυτής της εύθραυστης αντιστροφής το 2008.
Σε μια επόμενη στιγμή, εξιστορείται το πώς ο Helmut Kohl και ο François Mitterrand οδηγήθηκαν στη Συνθήκη του Maastricht που σήμανε μια νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση. Έβαλαν το κάρο μπροστά από τα άλογα και το ήξεραν, αλλά ήλπισαν ότι μια μελλοντική κρίση θα έπειθε τους μελλοντικούς ηγέτες να κάνουν τη διόρθωση και να οδηγηθούν στην αναγκαία πολιτική ένωση. Κατά τον Γ.Β,, ο λόγος που η Ευρωζώνη δεν παρουσίασε προβλήματα νωρίτερα σχετίζεται με τις Η.Π.Α. και με το πώς μέσω της χρηματιστικοποίησης πραγματοποιείτο ένα είδος ανακύκλισης καλοκαιρίας (fair weather recycling) των πλεονασμάτων που καθιστούσε όχι αναγκαία την πολιτική τους ανακύκλιση. Αυτή η «ανακύκλιση καλοκαιρίας», όμως, έληξε το 2008. Προηγουμένως, κατά τη διάρκεια των «καλών ετών» του Ευρώ συνέβη μια τρέλα δανεισμού των χωρών με ελλείμματα, ενώ ταυτοχρόνως το ρίσκο από τον παρόμοιο δανεισμό θεωρείτο κακώς ότι αποσοβείτο χάρη στα νέα εργαλεία της χρηματιστικοποίησης. Ο Γ.Β. συνεχίζει την αφήγησή του και μετά την κρίση με προσπάθειες σωτηρίας του Ευρώ, όπως ήταν το Outright Monetary Transactions Program και η ποσοτική χαλάρωση, ενώ ασκεί εκτεταμένη κριτική στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Wolfgang Schäuble μια στενότερη πολιτική ενοποίηση στην Ευρώπη. Και αναλύει με ακρίβεια την κατάσταση του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρώπη όταν η νομοθετική εξουσία είναι στο κέντρο και η εκτελεστική στην περιφέρεια των κρατών-μελών.
Στο τέλος του βιβλίου ο Γ.Β. παρουσιάζει τη μετριοπαθή λύση του την οποία σε αντίστιξη προς την ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) ονομάζει TATIANA (That Astonishingly There Is AN Alternative). H «μετριοπαθής πρόταση» αποτελείται από τέσσερεις λύσεις που βασίζονται σε τέσσερεις διαγνώσεις: Το πρώτο μέρος αφορά στην τραπεζική κρίση. Το πρόβλημα είναι ότι στην Ευρωζώνη έχουμε κεντρική τράπεζα χωρίς κυβέρνηση και εθνικές κυβερνήσεις χωρίς υποστηρικτική κεντρική τράπεζα. Η πρόταση του Γ.Β. είναι οι τράπεζες που χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση να απευθύνονται άμεσα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης αντί να πρέπει η εθνική κυβέρνηση να δανειστεί εκ μέρους της τράπεζας. Τότε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης και όχι η εθνική κυβέρνηση θα αναδομήσει και ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες που το χρειάζονται. Ο απώτερος στόχος είναι η Ευρωζώνη να γίνει μία μοναδική τραπεζική περιοχή, μία μοναδική τραπεζική αυθεντία, ένα μοναδικό σχήμα ασφαλιστικών καταθέσεων και μία κοινή δημοσιονομική προστασία (σ. 257-258). Όμως δεν πρέπει στο όνομα του απώτερου αυτού στόχου να θυσιαστεί μια καλή τρέχουσα πολιτική. Οι λύσεις που προτείνει ο Γ.Β. είναι στη λογική οι τράπεζες να απομακρύνονται από την εθνική δικαιοδοσία προς μία δικαιοδοσία που να ανήκει ευρύτερα στην Ευρωζώνη. Η δεύτερη πρόταση παρουσιάζει ένα πρόγραμμα μετατροπής χρεών. Η τρίτη ένα πρόγραμμα επενδύσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Και η τέταρτη παρουσιάζει ένα επείγον πρόγραμμα κοινωνικής αλληλεγγύης. Πρόκειται για προτάσεις, για τις οποίες ο αναγνώστης παραπέμπεται στο ίδιο το βιβλίο, καθώς έχουν μια ιδιαίτερη λογική, η οποία προκύπτει από την διάγνωση των υπαρχόντων προβλημάτων. Οι λύσεις που προτείνει ο Γ.Β. μπορεί βεβαίως να πέσουν πάνω στο ίδιο πρόβλημα που είχαν οι λύσεις που πρότεινε ο Keynes και ακύρωσε ο Dexter White. Ότι, δηλαδή, υποβαθμίζουν την πολιτική εξουσία που διεκδικούν οι ισχυροί της Ευρωζώνης, οι οποίοι επιμένουν σε ημιλύσεις προκειμένου ακριβώς να μπορούν αενάως να επιβάλλουν την πολιτική τους βούληση και δη την κατεύθυνση που θα λαμβάνουν οι μεταρρυθμίσεις μεταξύ των αδυνάμων. Ωστόσο είναι χρήσιμο να προτείνονται μετριοπαθείς προτάσεις, έτσι ώστε να αποκαλύπτεται η πολιτική πίσω από την οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό ότι η πρόταση του Γ.Β. δεν απαιτεί έναν απόλυτο φεντεραλισμό, την διά μιας κατασκευή των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Αντιθέτως προσπαθεί να την πετύχει μέσα από τους υπάρχοντες θεσμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Η ταυτόχρονος κεντρομόλος και φυγόκεντρος κίνηση της λύσης του Γ.Β. περιγράφεται από τον όρο «ευρωπαϊστική αποκέντρωση» (σ. 233). Υπάρχει μία αμφίσημη σχέση του Γ.Β. με τον φεντεραλισμό. Από τη μια δίνει την εντύπωση ότι για ιδεολογικούς αλλά και οικονομολογικούς λόγους θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ως επιθυμητές. Λ.χ. αναφέρεται στα σύνορα ως πληγές πάνω στο ευρωπαϊκό σώμα ενώ σύμφωνα με την όλη λογική της σκέψης του η πολιτική ανακύκλιση των πλεονασμάτων θα ήταν ασφαλώς ευχερής στις Η.Π.Ε., που θα αποτελούσαν επομένως μία ορθολογική οικονομολογική λύση. Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι ο Γ.Β. δεν κάνει εδώ αφηρημένη οικονομολογία στο όνομα ενός αποδεσμευμένου ορθού λόγου. Κάνει ιστοριογραφία της οικονομίας και οι όποιες μετριοπαθείς λύσεις προκύπτουν μέσα από τις διαγνώσεις. Για λόγους ιστορικούς, λοιπόν, θεωρεί ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει εύκολα στις Η.Π.Ε., ενώ μάλιστα ο τρόπος που έχει στηθεί δομικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και δη η Ευρωζώνη απομακρύνουν την προοπτική του φεντεραλισμού και μάλλον οδηγούν σε έναν αέναο φαύλο κύκλο στροφής στους εθνικισμούς και κεντρομόλων πυροσβεστικών λύσεων εναντίον τους, που δεν θα κάνουν τίποτα άλλο από το να πυροδοτήσουν τους επόμενους φυγόκεντρους εθνικισμούς.
Η «ευρωπαϊστική αποκέντρωση» είναι ένα παράδοξο, είναι, όμως, ένα παράδοξο που έρχεται να απαντήσει στο υπάρχον παράδοξο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό της διαίρεσης που προκαλείται από την κοινότητα του νομίσματος. Ο Γ.Β. ακολουθεί μία πρακτική πολύ προσφιλή στον συνοδοιπόρο του Σλάβοϊ Ζίζεκ να καταγράφει τις αντιφάσεις της συνθήκης μας και να διαγιγνώσκει τα ψευδή δίπολα, αίροντας τα οποία θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια λύση. Η λύση αυτή μπορεί να είναι αντινομική η ίδια, καθώς κάθε ανώτερη σύνθεση διατηρεί εντός της τις εντάσεις που συνέθεσε. Αν, λοιπόν, σήμερα το παράδοξο της κοινότητας του νομίσματος που διαιρεί στηρίζεται σε μία συγκεντρωτική ευρωπαϊκή οιονεί νομοθετική εξουσία η οποία μετά καταμερίζει τις ευθύνες σε αποκεντρωμένες εκτελεστικές εξουσίες, που και λαμβάνουν μια ευθύνη που δεν έχουν πραγματικά και δίνουν ψευδή δημοκρατική επίφαση εκ των υστέρων, τότε ως λύση θεωρείται αντιστρόφως ένας εξευρωπαϊσμός των υφισταμένων προβλημάτων και επίλυσή τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με ταυτόχρονη έμφαση στο δημοκρατικό έρεισμα που προς το παρόν εξασφαλίζεται σε τοπικό επίπεδο. Τα κύρια ψευδή δίπολα που καταγγέλλει ο Γ.Β. είναι αυτά α) ανάμεσα σε σταθερότητα και ανάπτυξη, β) ανάμεσα σε λιτότητα και κίνητρα, γ) ανάμεσα στον σύνδεσμο μεταξύ αφερέγγυων τραπεζών και κυβερνήσεων και σε μια Τραπεζική Ένωση που δεν έρχεται, δ) ανάμεσα στην αρχή των απόλυτα διαχωρισμένων χρεών της χώρας και την ανάγκη να πεισθούν οι χώρες με πλεόνασμα να βοηθήσουν τις υπόλοιπες, ε) ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία και τον φεντεραλισμό. (σ. 262-263). Η «μετριοπαθής πρότασή» του προσπαθεί ακριβώς να διαρρήξει τη φαυλότητα αυτών των διπόλων μέσα από νέες υγιείς αντινομίες, τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να βρει στις σ. 255-262 του βιβλίου.
Στο μεταξύ ο Γ.Β. είναι εξίσου απολαυστικός με τον Ζίζεκ στο να εντοπίζει τις αντιφάσεις και τα «ντεκαφεϊνέ» (καφέδες χωρίς καφεΐνη) της σύγχρονης καπιταλιστικής συνθήκης. Παραδείγματα: Ο Ronald Reagan, που κέρδισε τις εκλογές του 1980 κηρύττοντας ενάντια στη δημόσια σπατάλη, πλην χρησιμοποίησε τον προϋπολογισμό του αμερικανικού στρατού για να ωθήσει σε μία μαζική κεϋνσιανή μακροοικονομική επέκταση, προκειμένου να βγάλει την Αμερική από την ύφεση, που είχε προκαλέσει η πολιτική του Volcker. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Η σοσιαλιστική κυβέρνηση των Mitterrand και Delors υιοθετεί τη λιτότητα στη Γαλλία ως ένα μέσο για να υπερβαθεί η λιτότητα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι ολιγαρχίες της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Ιταλίας κάνουν στους λαούς τους ελκυστικό το Ευρώ με την υπόσχεση ότι το Ευρώ θα τους απήλλασσε από τη δική τους διεφθαρμένη διοίκηση. Κατ’ αυτήν την έννοια ντόπιες ολιγαρχίες οδήγησαν τις χώρες τους στο Ευρώ ως ένα μέσο σωτηρίας από τη διαφθορά που οι ίδιοι οι εντόπιοι υποστηρικτές του Ευρώ είχαν προκαλέσει. Πρόκειται για μια πολύ οικεία μορφή ενός διεφθαρμένου τοπικού ηγέτη που γίνεται όψιμα υποστηρικτής μιας ηθικής που θα τον υπερβεί για χάρη διεθνών τεχνοκρατών. Με έναν λιγότερο ειρωνικό και περισσότερο συστηματικό τόνο ο Γ.Β. αναδεικνύει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους επικεφαλής της Budesbank και στους Γερμανούς πολιτικούς από το 1960 μέχρι σήμερα, μία πτυχή που αποτελεί έναν από τους ερμηνευτικούς κόμβους του βιβλίου.
Μια κριτική παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι ότι αυτή η συνθετική συστημική θεώρηση ενίοτε γίνεται σαρωτική, με αποτέλεσμα τα εγχώρια και ενδημικά στην Ελλάδα προβλήματα, -αν και είναι ασφαλώς γνωστά στον Γ.Β.-, να τίθενται σε δευτερεύουσα μοίρα. Το ζήτημα είναι μήπως μια παρόμοια θεώρηση καταστατικώς κολακεύει τους Έλληνες, χαϊδεύει τα αυτιά μας, ή δεν αποδίδει τη δέουσα προσοχή στην ευθύνη μας γιατί βρεθήκαμε να είμαστε εμείς οι έσχατοι της Ευρωζώνης και όχι κάποιος άλλος στη θέση μας. Με την έννοια αυτή θα ήταν επίσης γόνιμο να αναδεικνύονται κάθε φορά λύσεις και στα ενδημικά στην Ελλάδα προβλήματα με το ίδιο καινοτόμο πνεύμα που ο Γ.Β. κάνει «μετριοπαθείς προτάσεις» για την Ευρωζώνη. Σημειωτέον πάντως ότι μια αντίστροφη συνέπεια αυτής της συστηματικής θεώρησης είναι ο αμερικανοκεντρισμός του βιβλίου. Μια συνεχής κατάδειξη του πόσο είναι αλληλένδετες η Ευρώπη και η Αμερική, όπως απεδείχθη στις κρίσιμες στιγμές του 1944-1949, 1971-1978, 2008-σήμερα, καταλήγει σε μία τοποθέτηση που θα μπορούσε ίσως να ενοχλήσει την αξιοπρέπεια ενός Ευρωπαϊστή: «Μήπως οι Ευρωπαίοι χρειάζονται, για ακόμη μια φορά, μια χείρα βοηθείας από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, ακόμη κι αν δεν την επιθυμούν; Ένα πράγμα είναι βέβαιο. Ότι η Ευρώπη είναι υπερβολικά σημαντική για να αφεθεί στους ανίδεους (clueless) ηγέτες της» (σ. 197). Κατ’ εξοχήν στον υπότιτλο της αμερικανικής έκδοσης, όπως και στον αντίστοιχο του Παγκόσμιου Μινώταυρου κρούεται ένας κώδων του κινδύνου με επιθυμητό αποδέκτη το αμερικανικό κοινό, ότι οι Η.Π.Α. δεν πρέπει να αδιαφορήσουν γιατί η παράταση της ευρωπαϊκής κρίσης ενδέχεται να εμπλέξει και αυτούς. Με πιθανό συμπέρασμα ότι η Αμερική καλείται για άλλη μια φορά να μεταγγίσει ένα πνεύμα καινοτομίας, αυτοπεποίθησης και αποφασιστικότητας στην ταλανιζόμενη από αλληλοεξουδετερωνόμενους εθνικισμούς και αδιέξοδους συντηρητισμούς Γηραιά Ήπειρο. Διερωτάται, βεβαίως, κανείς ποια θα ήταν η μορφή μιας παρόμοιας αμερικανικής «χείρας βοηθείας».
Ωστόσο και αυτός ακόμη ο αμερικανοκεντρισμός εντάσσεται σε ένα πνεύμα ευρύτερης οικουμενικής κατανόησης των προβλημάτων μετά την οποία ο Γιάνης Βαρουφάκης προσπαθεί να δείξει πέρα από μια παγκοσμιοποίηση των κρίσεων προς έναν διεθνισμό από τα κάτω, όπου το «εμείς οι κυβερνήσεις» θα αντικατασταθεί από το «εμείς οι λαοί». Με αυτήν την έννοια ο Γιάνης Βαρουφάκης, αν κάποτε αναλαμβάνει τον ρόλο ενός εξόριστου Θουκυδίδη που στοχάζεται την ύβρη της εξουσίας, είναι μόνο και μόνο γα να χρησιμοποιήσει το διάλειμμα της θεωρίας ως ένα εφαλτήριο για μια νέα δράση με κριτήριο μια αξία καινοτόμο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πλην αντλημένη από τα προτάγματα της κοινής ευρωπαϊκής παράδοσης: τη δημοκρατία.
Πηγή : https://www.thepressproject.gr
:
Έχουμε γνωρίσει τον Γιάνη Βαρουφάκη ως οικονομολόγο, ως πολιτικό, οριακά ως περφόρμερ, με το πρόσφατο βιβλίο του, όμως, έχει έρθει η στιγμή να τον γνωρίσουμε και ως ιστοριογράφο. (Η Αμερικανική έκδοση στην οποία βασιζόμαστε: And the weak suffer what they must? Europe’s crisis and America’s economic future, Nation Books, New York 2016. Η αγγλική έκδοση: And the weak suffer what they must? Europe, austerity and the threat to global stability, Bodley Head, London 2016). Το έργο αποτελεί από πολλές απόψεις ένα σίκουελ του Παγκόσμιου Μινώταυρου (The Global Minotaur: America, the true causes of the financial crisis and the future of the world economy, Zed Books, London 2011), καθώς αναλύει και αυτό την αλληλεξάρτηση Ευρώπης και Αμερικής μέσα σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, κάνει, όμως, κατά τη γνώμη μας, μια αποφασιστική στροφή προς την ιστοριογραφία και δη προς μια αφήγηση της Ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μια σκοπιά που δεν είναι μόνο αυτή του επιστήμονα οικονομολόγου ή, έστω, του επιστήμονα οικονομολόγου που εκλαϊκεύει τη θεώρησή του για ένα ευρύτερο κοινό, αλλά και αυτή ενός ιστοριογράφου που θα επικεντρώσει και σε γενικότερες πολιτικές, πολιτισμικές ακόμη και ψυχολογικές ή χαρακτηριολογικές συνιστώσες των ιστορικών δεδομένων.
Ο τίτλος του βιβλίου αντλείται από τον διάσημο διάλογο των Αθηναίων με τους Μηλίους στον Θουκυδίδη, όπου μια ιδεολογία της ισχύος συμπυκνώνεται στην επιγραμματική φράση: «δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν» (Θουκ. 5,89). Θα λέγαμε σε μια κάπως ελεύθερη μετάφραση: «οι ισχυροί επιβάλλουν τη δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν». Καθ’ όλη τη διάρκεια της μετά το 2008 κρίσης ο Θουκυδίδης και δη ο διάλογος με τους Μηλίους εργαλειοποιήθηκε από πολλές διαφορετικές πλευρές. Πολλοί κυνικοί λάγνοι της ισχύος χρησιμοποίησαν το παράδειγμα της σφαγής των Μηλίων για να καταδείξουν ποια μοίρα περιμένει όσους αντιστέκονται και το πώς είναι μάταιο να εναντιώνεσαι σε έναν ισχυρό που μπορεί να σε καταστρέψει. Το αφήγημα αυτό ήταν λ.χ. της μόδας και κατά το καλοκαίρι του 2015. Από την άλλη, είναι καλό να θυμόμαστε ότι αυτό που προσπαθεί κυρίως να εξηγήσει ο Θουκυδίδης δεν είναι η καταστροφή των Μηλίων, που έχει μια αυτονόητη προφάνεια, αλλά, πολύ περισσότερο, η καταστροφή των Αθηναίων λόγω της ύβρεως της εξουσίας που επέδειξαν έναντι πολλών, συμπεριλαμβανομένων και των Μηλίων. Από αυτήν την άποψη, ο Γιάνης Βαρουφάκης απηχεί κατά τη γνώμη μας καλύτερα τον ερμηνευτικό αγώνα του Θουκυδίδη που είναι να καταδειχτεί ο αυτοαναιρούμενος χαρακτήρας της ύβρεως της ισχύος. Κι αν πεδίο της ερμηνευτικής προσοχής του Θουκυδίδη ήταν η αθηναϊκή ηγεμονία του 5ου αιώνα π.Χ., το αντίστοιχο του Γ.Β. είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση και δη η Ευρωζώνη σε μία περίοδο, που, αν συμπεριλάβουμε και τις προϋποθέσεις που οδήγησαν σε αυτή, εκτείνεται από το 1944 (Bretton Woods), ή ακόμη πιο πίσω από το 1919 (Συνθήκη των Βερσαλλιών), και εκτείνεται μέχρι σήμερα.
Η επανάσταση της μετριοπάθειας
Ο Γιάνης Βαρουφάκης προτάσσει δύο απλές αλληλένδετες έννοιες: «Δημοκρατία», «αδύναμοι». Και μπορεί να είναι ένας κοινός τόπος να κατηγορεί κανείς τον Γιάνη Βαρουφάκη για «ναρκισσισμό». (Στη δική μας παρουσίαση δεν θα σταθούμε σε παρόμοιες κατηγορίες, όπως λ.χ. στο αν υπάρχει μια ορισμένη ποζεριά στην πληθωριστική χρήση ψαγμένων αγγλικών λογοπαιγνίων, μεταφορών και άλλων εκφράσεων από τον Γ.Β., οι οποίες σε κάθε περίπτωση καθιστούν το βιβλίο ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα. Ο λόγος που δεν θα σταθούμε σε αυτές τις αιτιάσεις είναι ότι, κατά τη γνώμη μας, πρόκειται κατά βάθος για μια απολίτικη κριτική την οποία εργαλειοποιεί η εκάστοτε εξουσία για να εξουδετερώσει ως «νάρκισσο» όποιον έχει την τόλμη να προτείνει μια εναλλακτική στην ΤΙΝΑ). Κι όμως, ο όποιος θρυλούμενος «ναρκισσισμός» του Γ.Β. δεν τον ωθεί σε μία εκζήτηση περίπλοκα πρωτότυπων ή αυτοϊκανοποιητικά ουτοπικών διεξόδων στα δεινά της εποχής μας, όπως είναι η συνήθεια πολλών διανοουμένων, ιδίως της Ηπειρωτικής Φιλοσοφίας. Αντιθέτως, τον οδηγεί σε μία επιμονή στις δύο αυτές κλασικές, -σχεδόν κοινότοπες-, αξίες, της δημοκρατίας και της μέριμνας για τους αδύναμους, ενώ το κύριο θεωρητικό και πρακτικό πρόβλημά του είναι η βιωσιμότητα της ισχύος. Αν η δημοκρατία και η μέριμνα για τους αδύναμους είναι δύο θεμελιώδεις αξίες, αυτό συμβαίνει όχι μόνο για την αξία τους καθ’ εαυτές, όπως θα επέμενε ένας ουτοπιστής, αλλά, επίσης, γιατί μόνο επί του ερείσματος της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων των αδυνάμων, μπορεί να στηθεί μία βιώσιμη ισχύς στους αντίποδες των μη βιώσιμων ορμών που επέδειξαν ορισμένες μορφές δημοκρατίας, όπως η αθηναϊκή τον 5ο αιώνα π.Χ. ή η μεταδημοκρατική «δημοκρατία» του Παγκόσμιου Μινώταυρου μετά το 1971, οι οποίες, εντέλει, δεν μπορούν παρά να αυτοαναιρεθούν σε εκρήξεις όπου το έλλειμμα της αυθεντικής και βιώσιμης δημοκρατίας οδηγεί σε θεαματικές καταρρεύσεις γενικευμένης βαρβαρότητας. Η στοχαστική χειρονομία του Γ.Β. είναι αυτή ενός οπτιμιστή του ορθού λόγου. Πιστεύει ότι ένα είδος καπιταλισμού μπορεί να είναι βιώσιμο αν συνυπάρξει με γνησιότερες και όχι εντελώς προσχηματικές μορφές δημοκρατίας και μέριμνας για τους αδύναμους. Συναφώς, ενώ ο Βαρουφάκης είναι ένας εξαιρετικά ασκημένος και οξυδερκής εντοπιστής των αντιφάσεων του καπιταλισμού, σχεδόν εξίσου με τον συνοδοιπόρο του Σλάβοϊ Ζίζεκ, ωστόσο, διαθέτει μία κεϋνσιανή ή νεοκεϋνσιανή πίστη ότι αυτές οι αντιφάσεις είναι δυνατόν να λυθούν αν αντικαταστήσουμε τα υπάρχοντα ψευδοδιλήμματα με βιώσιμες διεξόδους. Ως προς αυτό διαφέρει από έναν κλασικό μαρξιστή που δεν θα δεχόταν την ύπαρξη λύσεων εντός του καπιταλισμού, και μάλιστα της αποχαλινωμένης μορφής του που βιώνουμε σήμερα.
Ωστόσο, οι επιφυλάξεις κλασικών μαρξιστών έναντι μιας οπτιμιστικής πεποίθησης του Γ.Β. στη διασωσιμότητα του καπιταλισμού ή εν γένει στην ορθολογικότητα δεν πρέπει να επισκιάσουν τον ενίοτε γνήσια ριζοσπαστικό και ανατρεπτικό χαρακτήρα του εγχειρήματός του. Παραφράζοντας τον Σλάβοϊ Ζίζεκ, θα λέγαμε ότι σε ορισμένες εποχές το να προτείνεις κάτι μετριοπαθές είναι το πιο βίαιο πράγμα που μπορείς να κάνεις. Η επανάσταση της μετριοπάθειας που επιφέρει ο Γιάνης Βαρουφάκης με τα «modest proposals» του λειτουργεί γνωσιολογικά ως αποκάλυψη: Εάν υπάρχουν μετριοπαθείς οικονομολογικές λύσεις και αυτές δεν εφαρμόζονται, τότε αποκαλύπτεται το ψεύδος μιας τεχνοκρατικής πρόταξης δήθεν αποπολιτικοποιημένων οικονομολογικών κριτηρίων. Παραλλάσσοντας ένα γνωστό ρητό, θα λέγαμε ότι για την οικονομία ισχύει ό,τι και για το σεξ: Σε αυτόν τον κόσμο όλα γίνονται για την οικονομία. Εκτός από την ίδια την οικονομία. Η οικονομία γίνεται για την (πολιτική) ισχύ. (Κρίσιμα παραδείγματα από το βιβλίο είναι το πώς ένα οικονομικό μέτρο ή μια καθυστέρηση οικονομικής λύσης στην Ελλάδα ή την Πορτογαλία μπορεί να εργαλειοποιείται ως πολιτικό όπλο εναντίον της Ιταλίας ή της Γαλλίας μέσα στους ενδοευρωπαϊκούς συσχετισμούς. Ή το πώς, πρωτύτερα, τα κριτήρια του Maastricht μπορεί να ήταν λιγότερο ένα αυστηρά τεχνικό οικονομολογικό κριτήριο ένταξης, -δεδομένου ότι έγιναν τελικά δεκτές και χώρες που έκαναν χρήση «ελληνικής» ή, πιο πριν, και «ιταλικής στατιστικής» εν γνώσει των φυλάκων-, και περισσότερο ένα μέσο πίεσης και πειθαναγκασμού αφού η προβληματική χώρα εισέλθει). Ο Γ.Β. μέσα από έναν συνδυασμό οικονομολογίας και ιστοριογραφίας αναδεικνύει την πολιτική πίσω από την οικονομολογία, ενώ μέσα από τις προτάσεις που κάνει αποδεικνύει τους πολιτικούς λόγους της απροθυμίας των ελίτ να μετασχηματίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση προς μια βιώσιμη μορφή. Χαρακτηριστική του βιβλίου είναι μια σχεδόν πληθωριστική επίκληση στην ορθολογικότητα (rationality) και τη μετριοπάθεια, η οποία, όμως, παραδόξως, λειτουργεί ανατρεπτικά. Αν ο Βαρουφάκης είναι σήμερα ο τρελός του ευρωπαϊκού χωριού, ο 19ος λίθος, ον απεδοκίμασαν οι 18 οικοδομούντες του Eurogroup, αυτό το πετυχαίνει μέσα από μία εργώδη προσπάθεια να καταθέσει βιώσιμες διεξόδους, οι οποίες, εφόσον απορρίπτονται, αποκαλύπτουν ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός» με την έννοια ότι ο ηγεμών, ο κατά Θουκυδίδη «προύχων», δεν είναι διατεθειμένος να κάνει την παραμικρή παραχώρηση για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με την οικονομική ορθολογικότητα, αλλά, αντιθέτως, με την πολιτική ισχύ. Ο Γ.Β. αναλαμβάνει τη θέση του οιονεί σοσιαλφιλελεύθερου, για να καταδείξει ότι αν κάποιος είναι σήμερα πραγματικά σοσιαλφιλελεύθερος, -(και όχι απλά σοσιαλφιλελεύθερος με την έννοια ορισμένων σύγχρονων Ελλήνων διανοουμένων που ανακαλύπτουν αίφνης την ηθική της ευθύνης στη μορφή του Ευάγγελου Βενιζέλου)-, τότε θα θεωρηθεί ως ανατρεπτικός και επαναστάτης από τους προύχοντες ή θα αποσιωπηθεί σιγηλά ως «γραφικός». Με όση περισσότερη συνέπεια, ωστόσο, και, κυρίως, επιστημονική ακρίβεια αναλάβεις την υποστήριξη μιας ορθολογικής βιωσιμότητας, τόσο περισσότερο καταδεικνύεις το ψεύδος της συνθήκης μας.
Τρολάροντας τους «προύχοντες» με όπλο τον ορθό λόγο
Με αυτήν την έννοια, αν ο Γιάνης Βαρουφάκης στη θητεία του ως Υπουργός Οικονομικών αλλά και στο επιστημονικό έργο του μας αποκαλύπτει στιγμές ενός εσχατολογικού μεσσιανικού που υπονομεύει την ευρωπαϊκή τάξη, αυτό γίνεται με τη μορφή ενός κοινολογικάριου τρολ, που προσπαθεί να επαναδιατυπώσει τι είναι η αληθινή κοινή λογική, με αποτέλεσμα αν όχι την επιτυχία σε μια μετάλλαξη της Ευρώπης, τότε τουλάχιστον ένα τρολάρισμα των προυχόντων που αξίζει να γίνει, έστω και μόνο για γνωσιολογικούς σκοπούς. Εξάλλου, δεν υπάρχει καλύτερο τρολάρισμα στους προύχοντες από αυτό που γίνεται στο όνομα του ορθού λόγου, ή, ακόμη καλύτερα, από αυτό που συνιστά όντως ορθό λόγο. (Όπως και αντιστρόφως, θα προσθέταμε, δεν υπάρχει καλύτερος ορθός λόγος από αυτόν που συνίσταται επιτελεστικά στην πράξη του τρολαρίσματος). Θα συμπληρώναμε σε αυτό μια τυπική βαρουφάκεια ανωτερίλα, όταν λ.χ. σημειώνει ότι η καλύτερη αντίσταση είναι η απαθής, η απαλλαγμένη από μίσος («hate-free resistance»). Ή, πολύ περισσότερο, σε ένα πιο προσωπικό επίπεδο, όταν επιδαψιλεύει επαίνους στον Mario Draghi (ως τον μη χείρονα της ιστορίας τουλάχιστον) για τις προσπάθειές του να κερδίσει χρόνο για την Ευρωζώνη ανθιστάμενος στη Γερμανία, παρ’ όλο που από μια υποκειμενική σκοπιά, η σχέση τους είχε περάσει μία πολύ δύσκολη στιγμή τον Ιούνιο του 2015 κατά τις κινήσεις που οδήγησαν στην επιβολή capital controls. Σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο διατυπώνει συναφώς την αρχή ότι «η πολιτική βρίσκει το καλύτερο αποκορύφωμά της, όταν μας διαφωτίζει μέσα από τις διαισθήσεις ενός αντιπάλου», αναφερόμενος στη διαίσθηση της Margaret Thatcher ότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα αφορά στην πολιτική της Ευρώπης. Έκανε μάλιστα την ανωτεριά να το αναφέρει αυτό σε συγκέντρωση υποστηρικτών του Jeremy Corbyn αποσπώντας, παραδόξως, την επιδοκιμασία του κοινού (σ. 92).
Το συγκεκριμένο βιβλίο, όμως, πάει πολύ πιο πέρα από την επιμονή ενός ορθολογικάριου hate-free τρολού του χωριού σε μια Ευρώπη παραλόγως αυτοκαταστρεφομένων προυχόντων, και θα έλεγε κανείς ότι μοιράζεται με τον Θουκυδίδη περισσότερα από ένα ενδιαφέρον για την τύχη των αδυνάμων. O Βαρουφάκης στοχάζεται μια ιστορία «κτῆμα ἐς ἀεί» από τη σκοπιά του ηττημένου, που θέλει να εντρυφήσει στους λόγους της ιστορικής του ήττας, κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ο Θουκυδίδης επιδόθηκε στη θεωρία μόνο ύστερα από την ήττα του από τον στρατηγό Βρασίδα στην Αμφίπολη και την εξορία του από τους Αθηναίους. Γιατί, εντέλει, την Ιστορία τη γράφουν οι ηττημένοι. Αυτοί που δεν θέλουν να επιβεβαιώσουν την ισχύ τους μέσω της ιδεολογικής ηγεμονικής τους ανάγνωσης και που δεν έχουν λόγο να υποκριθούν, αλλά μπορούν να συντονιστούν εκ των ένδον με όσα αποκαλύπτουν οι ιστορικές ματαιώσεις. Σε αντίθεση, όμως, με τον Θουκυδίδη, ο Βαρουφάκης δεν γράφει από μια θέση οριστικά και αμετάκλητα εξοστρακισμένου, ενός συνταξιούχου της ιστορικής πάλης, αλλά μάλλον με τη διάθεση ενός προς ώρας «εξόριστου», ο οποίος παίρνει ένα μικρό διάλειμμα βγαίνοντας για λίγο από την ιστορική σκηνή, για να στοχαστεί τις αιτίες της ιστορικής ματαίωσης, πηγαίνοντας μακριά. Η στοχαστική αναδίφηση του παρελθόντος δεν αποτρέπει, επομένως, την τόλμη στην κατάθεση προτάσεων, οπότε η «κτῆμα ἐς ἀεὶ» γνώση στρέφεται προς το μέλλον και προς τη διερώτηση πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μπορούσε να γίνει δημοκρατική. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο Γ.Β. δεν ακολουθεί ένα αφήγημα ότι μια πιο δημοκρατική και κοινωνιοκεντρική Ευρώπη εξελίχθηκε σε νεοφιλελεύθερη και αυταρχική. Αντιθέτως, δείχνει πώς η αποδημοκρατικοποίηση και αποπολιτικοποίηση ήταν εξαρχής στη λογική της. Οπότε το όραμα ενός εκδημοκρατισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μάλλον μια καινοτομία, που απαιτεί ρήξη με τις καταβολές της, ερχόμενη από το μέλλον· που δικαιούμαστε, όμως, να την απαιτήσουμε στο όνομα των ευρύτερων οραμάτων της νεωτερικότητας.
Κλειώ, Μελπομένη, Καλλιόπη και Θάλεια: Οι τέσσερεις Μούσες του Βαρουφάκη
Το έργο του Γ.Β. εντρυφά, λοιπόν, όχι μόνο στους οικονομολογικούς δείκτες, αλλά και σε έναν τρόπο ιστοριογραφίας που έρχεται από μακριά, θυμίζοντας αρχαίους κλασικούς. Είναι ενδιαφέρον λ.χ. πώς ο αφηγητής αποτελεί και δρων υποκείμενο της ιστορίας, όπως στην παράδοση αρχαίων ιστορικών που είχε τύχει να συμμετέχουν οι ίδιοι σε γεγονότα που περιγράφουν λ.χ. ως στρατηγοί ή διαπραγματευτές, χωρίς, ωστόσο, να γίνεται κατάχρηση αυτής της μεθόδου. Στην ανάλυση πολλών θεμάτων έχουμε αναζήτηση σε στιγμές από την προϊστορία ή την πρώιμη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μετά γρήγορες εναλλαγές με το τι συμβαίνει στο σήμερα, όπου ο Γ.Β. ήταν ενεργός συνομιλητής των Ευρωπαίων εταίρων. Κατά τον τρόπο αυτό έχουμε μια προσωπική ερμηνευτική, όπου εσχατολογικώς εξηγείται το πρότερο από το ύστερο, και δη το προσωπικώς βιωμένο ύστερο, χωρίς όμως αυτό να οδηγεί σε μια μονότροπη ντετερμινιστική τελεολογία. Η έμφαση στην Ιστορία ως βιωμένη εμπειρία, ή, αν μας επιτρέπεται το παράδοξο, ως «βιωμένη οικονομολογία» φαίνεται και από το ότι η «Μούσα» του Βαρουφάκη, ως άλλη μούσα ομηρική (Καλλιόπη), μας αποκαλύπτει από τη μια διαλόγους μεταξύ «θεών» σε κορυφαίες συναντήσεις σωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, από την άλλη, ιστορίες κοινών «θνητών» σε δρόμους της Αθήνας, που τους λυμαίνονται Νεοναζί, ή σε μια επαρχία, όπου τα τραύματα του εμφυλίου είναι ακόμη ανοιχτά. Η ίδια Μούσα δεν παραλείπει να πάει στον καθεδρικό του Άαχεν, όταν ο Valéry Giscard d’Estaing και ο Helmut Schmidt επισκέφθηκαν τα λείψανα του Καρλομάγνου την ίδια μέρα που υπέγραψαν το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, τον πρόδρομο του Ευρώ, και διορά τις προσευχές που μπορεί να έκαναν (σ. 61 κ.ε.)
Αν ως οικονομολόγος και ως ιστορικός ο Γ.Β. προσφέρει ευσυνόπτως τη διαχρονία, ως συγγραφέας και αφηγητής έχει επίσης το χάρισμα να αποδίδει μια συγχρονία, δίνοντας στον αναγνώστη μια ορισμένη ιστορική «φέτα», στην οποία μπορούμε να δούμε τον «τρόπο» των προυχόντων, αλλά και τη βιωμένη εμπειρία των «ασθενών», θυμίζοντας μυθιστορήματα του John Dos Passos, που προσπαθούσαν να συντονιστούν με ολόκληρο το συλλογικό συνειδησιακό ρεύμα μιας ορισμένης καίριας ιστορικής στιγμής, τότε στην άλλη μεγάλη κρίση, αυτή του 1929. Οι διακυμάνσεις των επιτοκίων μπορούν έτσι να συνυπάρχουν στις σελίδες του βιβλίου με τα αξιακά ρήγματα του Μάη του ’68 ή με το Woodstock.
Συναφώς, ο ιστοριογράφος Βαρουφάκης (Κλειώ) περιγράφει τον τρόπο των πρωταγωνιστών του, είτε πρόκειται για πρόσωπα, είτε για λαούς, είτε για πολιτικές παραδόσεις. Λ.χ. η αμερικανική αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα στο να θέλουν την παγκόσμια ηγεμονία ακόμη και αν αυτό έχει ως τίμημα το ρίσκο αυτοκαταστροφής τους, ο συνδυασμός τόλμης και ψυχρού πραγματισμού. που τους χαρακτηρίζει, αντιδιαστέλλεται προς τη γερμανική νοοτροπία βιομηχάνου- βιοτέχνη που επιζητεί ένα πιο ελεγχόμενο περιβάλλον. Ή καταδεικνύεται το πώς η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίχτηκε σε έναν συνδυασμό μιας γαλλικής πολιτικής παράδοσης που παράγει διοικητές, εξερχόμενους από τις Grandes Écoles και μιας γερμανικής αποτελεσματικότητας στη βιομηχανική παραγωγή.
Εξάλλου, ο τραγωδός Βαρουφάκης (Μελπομένη) αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές του ως δραματικά ή και τραγικά πρόσωπα μέσα από τις αντιφάσεις τους, ακολουθώντας μια ανθρωπιστική παράδοση. Λ.χ. ο Paul Volcker, ο άνθρωπος που στη δεκαετία του 1970 εγκαινίασε το δόγμα της ελεγχόμενης αποσύνθεσης και δημιούργησε τον κατά Γ.Β. «Παγκόσμιο Μινώταυρο», παρουσιάζεται στην αφετηρία του ως ένας New Dealer, ο οποίος θα ήθελε σε μία ιδανική περίσταση να είχε μπορέσει να σταθεροποιήσει το σύστημα του Bretton Woods. Ήταν μόνο όταν κατανόησε ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο, που προτίμησε να προσπαθήσει να διατηρήσει την αμερικανική ηγεμονία βασίζοντας ανατρεπτικά τη νέα αμερικανική ηγεμονία όχι στα πλεονάσματα των Η.Π.Α. αλλά στα ελλείμματά τους. Ο Volcker θεωρείται, λοιπόν, ως ένα δραματικό πρόσωπο που εν όψει της ύψιστης ανάγκης να διατηρηθεί εσαεί η αμερικανική ηγεμονία, πάει εντελώς αντίστροφα στη λογική των αρχικών του δεσμεύσεων, τις οποίες κατακρημνίζει εν ονόματι ενός ψυχρού πραγματισμού με μια αυτοπεποίθηση όχι άμοιρη τραγικότητας. Παρομοίως, ο François Mitterrand και ο Helmut Kohl, που προωθούν τη νομισματική ένωση της Ευρώπης χωρίς αντίστοιχη πολιτική ένωση, τοποθετούν τις ελπίδες τους για μια τέτοια ένωση στο μέλλον, εγκαινιάζοντας μια σειρά ηρώων τραγωδίας επαναλαμβανόμενης ως φάρσας, οι οποίοι έχουν μια γνώση Κασσάνδρας ότι η τελική κρίση κάποτε θα έρθει, και κάνουν ό,τι μπορούν για να την αναβάλουν με διάφορα τεχνάσματα, εναποθέτοντας στους επιγόνους τις συνέπειες από την αύξηση του ρίσκου στη μπλόφα. Ένας New Dealer που οδήγησε στη μεγαλύτερη απορρύθμιση της οικονομικής Ιστορίας, ένας σοσιαλιστής Πρόεδρος που δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια μετάλλαξη όπου οι πολιτικοί ηγέτες που θα έπρεπε να οδηγήσουν στην πολιτική ένωση της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν πια να υπάρξουν, έχοντας δώσει τη θέση τους σε άνευρους τεχνοκράτες, ιδού το υλικό για τους Βίους Παραλλήλους ενός σύγχρονου Πλουτάρχου.
Στις Μούσες του Βαρουφάκη θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τη Θάλεια, τη Μούσα της κωμωδίας, λόγω του καυστικού χιούμορ με το οποίο αναδεικνύονται οι αντιφάσεις του σύγχρονου καπιταλισμού και όχι μόνο. Ως παράδειγμα θα αναφέρουμε τις νύξεις του Γ.Β. για τους Παριζιάνους διανοούμενους που τη στιγμή ακριβώς που ο François Mitterrand γινόταν ένα από τα πρώτα παραδείγματα σοσιαλιστή που επέβαλε λιτότητα στο εσωτερικό ελπίζοντας σε μια μελλοντική ανατροπή στο πανευρωπαϊκό επίπεδο (μας θυμίζει αυτό τον σημερινό Σύ.Ριζ.Α.;), αυτοί συναινούσαν με την αυτοϊκανοποίηση ότι βρίσκονταν στη σωστή πλευρά ενός αδήριτου ιστορικού προτσές, όπως στις καλύτερες στιγμές του Σταλινισμού.
Στιγμές μιας «ευσύνοπτης» αφήγησης
Κύρια δύναμη, λοιπόν, του βιβλίου είναι η αφηγηματική συνοχή του. Εξιστορεί σχεδόν έναν αιώνα Ιστορίας από το 1919 (Συνθήκη των Βερσαλλιών), αλλά κυρίως από το 1944 (Bretton Woods), με μια αφήγηση που είναι αριστοτελικώς «ευσύνοπτη», δηλαδή μπορείς ανά πάσα στιγμή να διακρίνεις και το όλον και τα μέρη της. Το συνεκτικό αυτό αφήγημα έχει τις εξής κυρίως στιγμές: Εκτός από κάποιες αναφορές στις συνέπειες της συνθήκης των Βερσαλλιών, στην πρώτη χρηματιστικοποίηση της δεκαετίας του 1920, στην κρίση του 1929, στο σύστημα ισοτιμιών με βάση τον χρυσό και στο New Deal, η κυρίως αφήγηση αρχίζει με μια στιγμή με ξεχωριστή δραματική ένταση, ήτοι στη σύγκρουση του John Maynard Keynes με τον μαθητή του Harry Dexter White στο Bretton Woods (Ιούλιος 1944). Ο μέντορας Keynes παρουσίασε (για λογαριασμό της Αγγλίας) μια εξαιρετικά ορθολογική λύση για ένα παγκόσμιο σύστημα σταθεροποίησης του καπιταλισμού βασισμένο σε τρεις αρχές: τη δημιουργία ενός διεθνούς νομίσματος, του bancor (σ. 6), ένα σύστημα σταθερών τιμών ανταλλαγής ανάμεσα στο παγκόσμιο νόμισμα και τα εθνικά και μία παγκόσμια τράπεζα που θα «έτρεχε» όλο το σύστημα (σ. 14). Αν και ο Dexter White ήταν μαθητής του Keynes, ωστόσο το διακύβευμα ήταν η λύση να συνάδει με την πολιτική σημασία και ισχύ των Η.Π.Α. και για αυτό αντί για ένα διεθνές νόμισμα, το παγκόσμιο σύστημα βασίστηκε στο δολάριο. Η λύση αυτή, όμως, επέπρωτο να διαρκέσει μόνο όσο οι Η.Π.Α. είχαν ένα διπλό πλεόνασμα: Πλεόνασμα στο εμπορικό τους ισοζύγιο λόγω της αυξημένης βιομηχανικής τους παραγωγής και πλεόνασμα στο ισοζύγιο χρεών. Όταν, όμως, αυτά τα πλεονάσματα σταμάτησαν να υπάρχουν λόγω της αυξημένης παραγωγής χωρών, όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία, δηλαδή ακριβώς των ηττημένων του πολέμου που είχαν βοηθηθεί, όμως, από τους Αμερικανούς να σταθούν στα πόδια τους ως απολύτως αναγκαίοι περιφερειακοί πυλώνες του παγκόσμιου αμερικανοκίνητου καπιταλισμού, που θα ήταν πιο πειθήνιοι και αποτελεσματικοί από ό,τι λ.χ. η Αγγλία ή η Γαλλία, τότε το σύστημα του Bretton Woods δεν μπορούσε παρά να παραπαίει, όπως είχε προβλέψει ο Keynes. Η λύση που έδωσαν οι Η.Π.Α. ήταν τυπικά αμερικανική: Να μετατρέψουν το έλλειμμα σε πλεονέκτημα μέσω μιας αντιστροφής του διεθνούς συστήματος και μιας δημιουργίας αυτού που ο Γ.Β. ονομάζει «Παγκόσμιο Μινώταυρο». Η απάντηση των Ευρωπαίων σε αυτό ήταν να δημιουργήσουν ένα μίνι Bretton Woods, κατά την ερμηνεία του Γ.Β., ήτοι ένα μίνι σύστημα σταθερών ισοτιμιών εντός της Ευρώπης.
Ως ιστοριογράφος ο Γ.Β. επικεντρώνει και σε προδρομικές στιγμές, οι οποίες στιγμιαία απέτυχαν, όμως κατατέθηκαν ως ανασταλείσες έστω ροπές μιας ιστορικής δυναμικής. Επιλέγει, δηλαδή, να μη μιλήσει με όρους αδήριτης ιστορικής εσχατολογίας, αλλά επίσης με όρους διαλεκτικής ανέλιξης μέσα και από πρόσκαιρες ματαιώσεις μιας τάσης. Στο δεύτερο λ.χ. κεφάλαιο αναφέρεται με καυστικό χιούμορ σε μια «ανήθικη πρόταση», ήτοι στη γαλλική πρόταση που έγινε δύο φορές στους Γερμανούς για κοινό νόμισμα κατά τη δεκαετία του 1960 και η οποία παρομοιάζεται με την αγκαλιά ενός μποξέρ που περιπτύσσει τον αντίπαλό του στιγμιαία προκειμένου μετά να του φέρει το αποφασιστικό χτύπημα. Γιατί οι De Gaulle και Giscard d’Estaing είχαν ήδη από το 1964 κάνει την πρόταση του κοινού νομίσματος (σ. 30) για να εισπράξουν μία γερμανική απάντηση που είναι χαρακτηριστική ακόμη και για σήμερα: κάτι τέτοιο θα σήμαινε εντέλει, απάντησε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, την απώλεια της γαλλικής εθνικής κυριαρχίας. Ο λόγος που αναφέρεται το επεισόδιο είναι για να εξαρθεί τι είχε αλλάξει μία δεκαετία αργότερα, όταν και εντέλει οι Γερμανοί δέχτηκαν την πρόταση. Κατά τον Γ.Β., ενώ οι Γάλλοι σε ένα πρώτο στάδιο ήθελαν τη νομισματική ένωση ως ένα μέσο για να εξουδετερώσουν τη Γερμανία, οι Γερμανοί εντέλει αποδέχθηκαν τη νομισματική ένωση μόνο μετά το τέλος του συστήματος του Bretton Woods. Ο λόγος ήταν ότι καθώς η οικονομία της Γερμανίας βασίζεται στις εξαγωγές, δεν θα μπορούσε να αντέξει ένα ελεύθερα κυμαινόμενο νόμισμα που θα έκανε υπερβολικά ακριβές της εξαγωγές της στο εξωτερικό. Από όταν, λοιπόν, οι Η.Π.Α. οδήγησαν σε κατάργηση το Bretton Woods, η Γερμανία θεώρησε ότι ένα μικρότερο ευρωπαϊκό Bretton Woods θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως υποκατάστατο του παγκόσμιου προς όφελος της γερμανικής βιομηχανίας. To καινούργιο που συνέβη μετά το 1971, αλλά κυρίως μετά το 1978, είναι το δόγμα του Paul Volcker για μια «ελεγχόμενη αποσύνθεση» της παγκόσμιας οικονομίας. Το ουσιώδες αυτού του δόγματος είναι ότι αν οι Η.Π.Α. δεν μπορούσαν πια να ανακυκλίζουν τα πλεονάσματά τους, καθώς έχουν ολισθήσει σε μια θέση ελλείμματος, τότε θα πρέπει να ανακυκλίζουν τα πλεονάσματα των άλλων. Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με έναν συνδυασμό υψηλών επιτοκίων στη Wall Street αλλά και την προσφορά μιας προσοδοφόρου αγοράς για επενδυτές. Το κόστος, όμως, θα ήταν μια σχετική αποβιομηχάνιση των Η.Π.Α. Αυτό, λοιπόν, που άλλαξε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν ότι αν το συνολικό σχέδιο του Volcker σήμαινε ότι θα ήταν δυνατή μια συνεχής ροή γερμανικών κεφαλαίων προς τη Wall Street, τότε μια νομισματική ένωση με τη Γαλλία θα μπορούσε να δουλέψει. Ο λόγος είναι ότι τα όλο και πιο γιγαντιαία ελλείμματα των Η.Π.Α. θα λειτουργούσαν ως μια «ηλεκτρική σκούπα» που θα απορροφούσε τα πλεονάσματα της Γερμανίας, και το γαλλικό φράγκο θα μπορούσε έτσι να είναι συνδεδεμένο με το γερμανικό μάρκο, χωρίς να δημιουργείται πληθωρισμός. Το γεγονός αυτό βέβαια δείχνει την απόλυτη αλληλεξάρτηση των συμβαινόντων στην Ευρώπη και την Αμερική, κάτι που συνέβη και το 1944-1949 και στη δεκαετία του 1970 και σήμερα. Η σημαντική παράπλευρη συνέπεια, ωστόσο, ήταν η απόλυτη χωρίς όρια χρηματιστικοποίηση.
Με τον τρόπο αυτό η πολιτική ανακύκλιση αντικαταστάθηκε από μία «ανακύκλιση καλοκαιρίας» (fair-weather recycling), που ώθησε σε μία νέα δυναμική κατανάλωσης και παραγωγής μέχρι το 2008 που είχαμε τη γνωστή κατάρρευση μιας πολύ εύθραυστης ισορροπίας. Το σύστημα αυτό έχει ονομαστεί από τον Γ.Β. «Παγκόσμιος Μινώταυρος» με την έννοια ότι ένα έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου των Η.Π.Α. αφενός οδηγούσε στην εύρυθμη λειτουργία των βιομηχανιών του υπόλοιπου κόσμου καταβροχθίζοντας τις εξαγωγές των άλλων χωρών, ενώ αφετέρου τα κέρδη από αυτές τις εξαγωγές επανέρρεαν στη Wall Street, ως σε ένα τέρας που καταβρόχθιζε την οφειλόμενη σε αυτό προσφορά. Οι Αμερικανοί εργαζόμενοι μπορεί πλέον να κέρδιζαν λιγότερα, είχαν όμως και μεγαλύτερη πρόσβαση σε δανεισμό μέχρι την κατάρρευση αυτής της εύθραυστης αντιστροφής το 2008.
Σε μια επόμενη στιγμή, εξιστορείται το πώς ο Helmut Kohl και ο François Mitterrand οδηγήθηκαν στη Συνθήκη του Maastricht που σήμανε μια νομισματική ένωση χωρίς πολιτική ένωση. Έβαλαν το κάρο μπροστά από τα άλογα και το ήξεραν, αλλά ήλπισαν ότι μια μελλοντική κρίση θα έπειθε τους μελλοντικούς ηγέτες να κάνουν τη διόρθωση και να οδηγηθούν στην αναγκαία πολιτική ένωση. Κατά τον Γ.Β,, ο λόγος που η Ευρωζώνη δεν παρουσίασε προβλήματα νωρίτερα σχετίζεται με τις Η.Π.Α. και με το πώς μέσω της χρηματιστικοποίησης πραγματοποιείτο ένα είδος ανακύκλισης καλοκαιρίας (fair weather recycling) των πλεονασμάτων που καθιστούσε όχι αναγκαία την πολιτική τους ανακύκλιση. Αυτή η «ανακύκλιση καλοκαιρίας», όμως, έληξε το 2008. Προηγουμένως, κατά τη διάρκεια των «καλών ετών» του Ευρώ συνέβη μια τρέλα δανεισμού των χωρών με ελλείμματα, ενώ ταυτοχρόνως το ρίσκο από τον παρόμοιο δανεισμό θεωρείτο κακώς ότι αποσοβείτο χάρη στα νέα εργαλεία της χρηματιστικοποίησης. Ο Γ.Β. συνεχίζει την αφήγησή του και μετά την κρίση με προσπάθειες σωτηρίας του Ευρώ, όπως ήταν το Outright Monetary Transactions Program και η ποσοτική χαλάρωση, ενώ ασκεί εκτεταμένη κριτική στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Wolfgang Schäuble μια στενότερη πολιτική ενοποίηση στην Ευρώπη. Και αναλύει με ακρίβεια την κατάσταση του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ευρώπη όταν η νομοθετική εξουσία είναι στο κέντρο και η εκτελεστική στην περιφέρεια των κρατών-μελών.
Στο τέλος του βιβλίου ο Γ.Β. παρουσιάζει τη μετριοπαθή λύση του την οποία σε αντίστιξη προς την ΤΙΝΑ (There Is No Alternative) ονομάζει TATIANA (That Astonishingly There Is AN Alternative). H «μετριοπαθής πρόταση» αποτελείται από τέσσερεις λύσεις που βασίζονται σε τέσσερεις διαγνώσεις: Το πρώτο μέρος αφορά στην τραπεζική κρίση. Το πρόβλημα είναι ότι στην Ευρωζώνη έχουμε κεντρική τράπεζα χωρίς κυβέρνηση και εθνικές κυβερνήσεις χωρίς υποστηρικτική κεντρική τράπεζα. Η πρόταση του Γ.Β. είναι οι τράπεζες που χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση να απευθύνονται άμεσα στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης αντί να πρέπει η εθνική κυβέρνηση να δανειστεί εκ μέρους της τράπεζας. Τότε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης και όχι η εθνική κυβέρνηση θα αναδομήσει και ανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες που το χρειάζονται. Ο απώτερος στόχος είναι η Ευρωζώνη να γίνει μία μοναδική τραπεζική περιοχή, μία μοναδική τραπεζική αυθεντία, ένα μοναδικό σχήμα ασφαλιστικών καταθέσεων και μία κοινή δημοσιονομική προστασία (σ. 257-258). Όμως δεν πρέπει στο όνομα του απώτερου αυτού στόχου να θυσιαστεί μια καλή τρέχουσα πολιτική. Οι λύσεις που προτείνει ο Γ.Β. είναι στη λογική οι τράπεζες να απομακρύνονται από την εθνική δικαιοδοσία προς μία δικαιοδοσία που να ανήκει ευρύτερα στην Ευρωζώνη. Η δεύτερη πρόταση παρουσιάζει ένα πρόγραμμα μετατροπής χρεών. Η τρίτη ένα πρόγραμμα επενδύσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Και η τέταρτη παρουσιάζει ένα επείγον πρόγραμμα κοινωνικής αλληλεγγύης. Πρόκειται για προτάσεις, για τις οποίες ο αναγνώστης παραπέμπεται στο ίδιο το βιβλίο, καθώς έχουν μια ιδιαίτερη λογική, η οποία προκύπτει από την διάγνωση των υπαρχόντων προβλημάτων. Οι λύσεις που προτείνει ο Γ.Β. μπορεί βεβαίως να πέσουν πάνω στο ίδιο πρόβλημα που είχαν οι λύσεις που πρότεινε ο Keynes και ακύρωσε ο Dexter White. Ότι, δηλαδή, υποβαθμίζουν την πολιτική εξουσία που διεκδικούν οι ισχυροί της Ευρωζώνης, οι οποίοι επιμένουν σε ημιλύσεις προκειμένου ακριβώς να μπορούν αενάως να επιβάλλουν την πολιτική τους βούληση και δη την κατεύθυνση που θα λαμβάνουν οι μεταρρυθμίσεις μεταξύ των αδυνάμων. Ωστόσο είναι χρήσιμο να προτείνονται μετριοπαθείς προτάσεις, έτσι ώστε να αποκαλύπτεται η πολιτική πίσω από την οικονομία.
Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ή ευρωπαϊστική αποκέντρωση;
Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό ότι η πρόταση του Γ.Β. δεν απαιτεί έναν απόλυτο φεντεραλισμό, την διά μιας κατασκευή των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Αντιθέτως προσπαθεί να την πετύχει μέσα από τους υπάρχοντες θεσμούς, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Η ταυτόχρονος κεντρομόλος και φυγόκεντρος κίνηση της λύσης του Γ.Β. περιγράφεται από τον όρο «ευρωπαϊστική αποκέντρωση» (σ. 233). Υπάρχει μία αμφίσημη σχέση του Γ.Β. με τον φεντεραλισμό. Από τη μια δίνει την εντύπωση ότι για ιδεολογικούς αλλά και οικονομολογικούς λόγους θεωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης ως επιθυμητές. Λ.χ. αναφέρεται στα σύνορα ως πληγές πάνω στο ευρωπαϊκό σώμα ενώ σύμφωνα με την όλη λογική της σκέψης του η πολιτική ανακύκλιση των πλεονασμάτων θα ήταν ασφαλώς ευχερής στις Η.Π.Ε., που θα αποτελούσαν επομένως μία ορθολογική οικονομολογική λύση. Ωστόσο, το σημαντικό είναι ότι ο Γ.Β. δεν κάνει εδώ αφηρημένη οικονομολογία στο όνομα ενός αποδεσμευμένου ορθού λόγου. Κάνει ιστοριογραφία της οικονομίας και οι όποιες μετριοπαθείς λύσεις προκύπτουν μέσα από τις διαγνώσεις. Για λόγους ιστορικούς, λοιπόν, θεωρεί ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να προχωρήσει εύκολα στις Η.Π.Ε., ενώ μάλιστα ο τρόπος που έχει στηθεί δομικά η Ευρωπαϊκή Ένωση και δη η Ευρωζώνη απομακρύνουν την προοπτική του φεντεραλισμού και μάλλον οδηγούν σε έναν αέναο φαύλο κύκλο στροφής στους εθνικισμούς και κεντρομόλων πυροσβεστικών λύσεων εναντίον τους, που δεν θα κάνουν τίποτα άλλο από το να πυροδοτήσουν τους επόμενους φυγόκεντρους εθνικισμούς.
Η «ευρωπαϊστική αποκέντρωση» είναι ένα παράδοξο, είναι, όμως, ένα παράδοξο που έρχεται να απαντήσει στο υπάρχον παράδοξο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό της διαίρεσης που προκαλείται από την κοινότητα του νομίσματος. Ο Γ.Β. ακολουθεί μία πρακτική πολύ προσφιλή στον συνοδοιπόρο του Σλάβοϊ Ζίζεκ να καταγράφει τις αντιφάσεις της συνθήκης μας και να διαγιγνώσκει τα ψευδή δίπολα, αίροντας τα οποία θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μια λύση. Η λύση αυτή μπορεί να είναι αντινομική η ίδια, καθώς κάθε ανώτερη σύνθεση διατηρεί εντός της τις εντάσεις που συνέθεσε. Αν, λοιπόν, σήμερα το παράδοξο της κοινότητας του νομίσματος που διαιρεί στηρίζεται σε μία συγκεντρωτική ευρωπαϊκή οιονεί νομοθετική εξουσία η οποία μετά καταμερίζει τις ευθύνες σε αποκεντρωμένες εκτελεστικές εξουσίες, που και λαμβάνουν μια ευθύνη που δεν έχουν πραγματικά και δίνουν ψευδή δημοκρατική επίφαση εκ των υστέρων, τότε ως λύση θεωρείται αντιστρόφως ένας εξευρωπαϊσμός των υφισταμένων προβλημάτων και επίλυσή τους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο με ταυτόχρονη έμφαση στο δημοκρατικό έρεισμα που προς το παρόν εξασφαλίζεται σε τοπικό επίπεδο. Τα κύρια ψευδή δίπολα που καταγγέλλει ο Γ.Β. είναι αυτά α) ανάμεσα σε σταθερότητα και ανάπτυξη, β) ανάμεσα σε λιτότητα και κίνητρα, γ) ανάμεσα στον σύνδεσμο μεταξύ αφερέγγυων τραπεζών και κυβερνήσεων και σε μια Τραπεζική Ένωση που δεν έρχεται, δ) ανάμεσα στην αρχή των απόλυτα διαχωρισμένων χρεών της χώρας και την ανάγκη να πεισθούν οι χώρες με πλεόνασμα να βοηθήσουν τις υπόλοιπες, ε) ανάμεσα στην εθνική κυριαρχία και τον φεντεραλισμό. (σ. 262-263). Η «μετριοπαθής πρότασή» του προσπαθεί ακριβώς να διαρρήξει τη φαυλότητα αυτών των διπόλων μέσα από νέες υγιείς αντινομίες, τις οποίες ο αναγνώστης μπορεί να βρει στις σ. 255-262 του βιβλίου.
Στο μεταξύ ο Γ.Β. είναι εξίσου απολαυστικός με τον Ζίζεκ στο να εντοπίζει τις αντιφάσεις και τα «ντεκαφεϊνέ» (καφέδες χωρίς καφεΐνη) της σύγχρονης καπιταλιστικής συνθήκης. Παραδείγματα: Ο Ronald Reagan, που κέρδισε τις εκλογές του 1980 κηρύττοντας ενάντια στη δημόσια σπατάλη, πλην χρησιμοποίησε τον προϋπολογισμό του αμερικανικού στρατού για να ωθήσει σε μία μαζική κεϋνσιανή μακροοικονομική επέκταση, προκειμένου να βγάλει την Αμερική από την ύφεση, που είχε προκαλέσει η πολιτική του Volcker. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Η σοσιαλιστική κυβέρνηση των Mitterrand και Delors υιοθετεί τη λιτότητα στη Γαλλία ως ένα μέσο για να υπερβαθεί η λιτότητα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οι ολιγαρχίες της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Ιταλίας κάνουν στους λαούς τους ελκυστικό το Ευρώ με την υπόσχεση ότι το Ευρώ θα τους απήλλασσε από τη δική τους διεφθαρμένη διοίκηση. Κατ’ αυτήν την έννοια ντόπιες ολιγαρχίες οδήγησαν τις χώρες τους στο Ευρώ ως ένα μέσο σωτηρίας από τη διαφθορά που οι ίδιοι οι εντόπιοι υποστηρικτές του Ευρώ είχαν προκαλέσει. Πρόκειται για μια πολύ οικεία μορφή ενός διεφθαρμένου τοπικού ηγέτη που γίνεται όψιμα υποστηρικτής μιας ηθικής που θα τον υπερβεί για χάρη διεθνών τεχνοκρατών. Με έναν λιγότερο ειρωνικό και περισσότερο συστηματικό τόνο ο Γ.Β. αναδεικνύει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους επικεφαλής της Budesbank και στους Γερμανούς πολιτικούς από το 1960 μέχρι σήμερα, μία πτυχή που αποτελεί έναν από τους ερμηνευτικούς κόμβους του βιβλίου.
Μια κριτική παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναι ότι αυτή η συνθετική συστημική θεώρηση ενίοτε γίνεται σαρωτική, με αποτέλεσμα τα εγχώρια και ενδημικά στην Ελλάδα προβλήματα, -αν και είναι ασφαλώς γνωστά στον Γ.Β.-, να τίθενται σε δευτερεύουσα μοίρα. Το ζήτημα είναι μήπως μια παρόμοια θεώρηση καταστατικώς κολακεύει τους Έλληνες, χαϊδεύει τα αυτιά μας, ή δεν αποδίδει τη δέουσα προσοχή στην ευθύνη μας γιατί βρεθήκαμε να είμαστε εμείς οι έσχατοι της Ευρωζώνης και όχι κάποιος άλλος στη θέση μας. Με την έννοια αυτή θα ήταν επίσης γόνιμο να αναδεικνύονται κάθε φορά λύσεις και στα ενδημικά στην Ελλάδα προβλήματα με το ίδιο καινοτόμο πνεύμα που ο Γ.Β. κάνει «μετριοπαθείς προτάσεις» για την Ευρωζώνη. Σημειωτέον πάντως ότι μια αντίστροφη συνέπεια αυτής της συστηματικής θεώρησης είναι ο αμερικανοκεντρισμός του βιβλίου. Μια συνεχής κατάδειξη του πόσο είναι αλληλένδετες η Ευρώπη και η Αμερική, όπως απεδείχθη στις κρίσιμες στιγμές του 1944-1949, 1971-1978, 2008-σήμερα, καταλήγει σε μία τοποθέτηση που θα μπορούσε ίσως να ενοχλήσει την αξιοπρέπεια ενός Ευρωπαϊστή: «Μήπως οι Ευρωπαίοι χρειάζονται, για ακόμη μια φορά, μια χείρα βοηθείας από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, ακόμη κι αν δεν την επιθυμούν; Ένα πράγμα είναι βέβαιο. Ότι η Ευρώπη είναι υπερβολικά σημαντική για να αφεθεί στους ανίδεους (clueless) ηγέτες της» (σ. 197). Κατ’ εξοχήν στον υπότιτλο της αμερικανικής έκδοσης, όπως και στον αντίστοιχο του Παγκόσμιου Μινώταυρου κρούεται ένας κώδων του κινδύνου με επιθυμητό αποδέκτη το αμερικανικό κοινό, ότι οι Η.Π.Α. δεν πρέπει να αδιαφορήσουν γιατί η παράταση της ευρωπαϊκής κρίσης ενδέχεται να εμπλέξει και αυτούς. Με πιθανό συμπέρασμα ότι η Αμερική καλείται για άλλη μια φορά να μεταγγίσει ένα πνεύμα καινοτομίας, αυτοπεποίθησης και αποφασιστικότητας στην ταλανιζόμενη από αλληλοεξουδετερωνόμενους εθνικισμούς και αδιέξοδους συντηρητισμούς Γηραιά Ήπειρο. Διερωτάται, βεβαίως, κανείς ποια θα ήταν η μορφή μιας παρόμοιας αμερικανικής «χείρας βοηθείας».
Ωστόσο και αυτός ακόμη ο αμερικανοκεντρισμός εντάσσεται σε ένα πνεύμα ευρύτερης οικουμενικής κατανόησης των προβλημάτων μετά την οποία ο Γιάνης Βαρουφάκης προσπαθεί να δείξει πέρα από μια παγκοσμιοποίηση των κρίσεων προς έναν διεθνισμό από τα κάτω, όπου το «εμείς οι κυβερνήσεις» θα αντικατασταθεί από το «εμείς οι λαοί». Με αυτήν την έννοια ο Γιάνης Βαρουφάκης, αν κάποτε αναλαμβάνει τον ρόλο ενός εξόριστου Θουκυδίδη που στοχάζεται την ύβρη της εξουσίας, είναι μόνο και μόνο γα να χρησιμοποιήσει το διάλειμμα της θεωρίας ως ένα εφαλτήριο για μια νέα δράση με κριτήριο μια αξία καινοτόμο για την Ευρωπαϊκή Ένωση, πλην αντλημένη από τα προτάγματα της κοινής ευρωπαϊκής παράδοσης: τη δημοκρατία.
Πηγή : https://www.thepressproject.gr
:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου