Οι ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών εταιρειών ύδρευσης ανά τον κόσμο έχουν σχεδόν πάντα ένα κοινό παρανομαστή: γίνονται υπό την πίεση των διεθνών δανειστών σε χώρες με μεγάλο δημόσιο χρέος ή υπό την πίεση πολυεθνικών και πολιτικών σε χώρες με εύρωστη οικονομία.
Της Φραγκίσκας Μεγαλούδη
Το κυρίαρχο επιχείρημα είναι πως το κράτος καθυστερεί πολύ να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες οι οποίες κρίνονται αναποτελεσματικές, στην ουσία όμως οι χώρες που εφάρμοσαν το δόγμα αυτό οδηγήθηκαν στη δημιουργία ενός πανίσχυρου ιδιωτικού μονοπωλίου όπου εξαγορές και συγχωνεύσεις κατέλυσαν κάθε έννοια ανταγωνισμού και κάθε ελπίδα για μειωμένα τιμολόγια.
Από τις αρχές του 1980 μέχρι το 2000, υπήρξε μια τεράστια πίεση από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις πολυεθνικές εταιρείες να ιδιωτικοποιηθούν οι κρατικές εταιρείες ύδρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν οι 5 μεγάλες πολυεθνικές Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur να κατέχουν το 2001 το 71% της παγκόσμιας αγοράς νερού. Οι αντιδράσεις όμως των πολιτών, οδήγησε σε επανακρατικοποίηση των δικτύων. Σήμερα οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν μόνο το 34% της αγοράς ενώ το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης. Το 2011 μόνο το 12% της ύδρευσης σε παγκόσμια κλίμακα ανήκε σε ιδιωτικά χέρια. Η ιδιωτικοποίηση έχει πλέον πάρει τη μορφή επενδύσεων σε υψηλή τεχνολογία και την αγορά των δικαιωμάτων του νερού.
Τι έχει συμβεί όμως στις χώρες που το δίκτυο αποκρατικοποιήθηκε;
Η Αργεντινή ήταν από τις πρώτες χώρες που ιδιωτικοποίησε το σύστημα ύδρευσης της. Το 1993 η κυβέρνηση παρέδωσε τη δημοτική ύδρευση σε ένα consortium πολυεθνικών και τοπικών εταιρειών. Η παγκόσμια Τράπεζα έσπευσε να συγχαρεί την κίνηση της Αργεντινής χαρακτηρίζοντας την ως την πιο ελπιδοφόρα επένδυση. Όμως η χαρά δεν κράτησε πολύ. Οι εταιρείες τοποθέτησαν σε θέσεις κλειδιά φίλους της κυβέρνησης με τεράστιους μισθούς ενώ για να αναταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος επέβαλαν αύξηση των τιμολογίων που έπληξαν εκατομμύρια φτωχών. Σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες για να αυξήσουν τα κέρδη μείωσαν τα έξοδα συντήρησης ενώ δεν προχώρησαν στην αντικατάσταση των παλιών σωλήνων με αποτέλεσμα το νερό να πλημμυρίζει τις φτωχότερες συνοικίες. Με την οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς νερού και το 2005, οι πολυεθνικές Suez and Aguas de Barcelona αποσύρθηκαν από το πρόγραμμα. Η κυβέρνηση επανακρατικοποίησε το δίκτυο, του οποίου όμως οι ζημιές ήταν τόσο μεγάλες ώστε χρειάστηκε να το αποκαταστήσει από την αρχή.
Στη Νότια Αφρική η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002. Η επιδημία ξεκίνησε όταν οι κάτοικοι των παραγκοπουπόλεων αποσυνδέθηκαν από το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης επειδή αδυνατούσαν να πληρώσουν τους αυξημένους λογαριασμούς. Χωρίς ασφαλές αποχετευτικό σύστημα και χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πίνουν νερό από τα μολυσμένα ποτάμια της περιοχής. Η επιδημία χολέρας είχε ως αποτέλεσμα να αρρωστήσουν περισσότεροι από 100.000 και τουλάχιστον 100 να χάσουν τη ζωή τους. Η κυβέρνηση αντέδρασε δυναμικά και υποχρέωσε τις ιδιωτικές εταιρείες να παρέχουν τουλάχιστον 25 λίτρα νερό σε κάθε κάτοικο καθημερινά κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Αν και οι εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα συμμορφώθηκαν με την απόφαση αλλά εξακολούθησαν να αποσυνδέουν το νερό στους φτωχούς.
Στην Αφρική η πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση ιδιωτικοποίησης είναι εκείνη της Τανζανίας. Το 2003 η χώρα υποχρεώθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να ιδιωτικοποιήσει άμεσα το απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό της δημόσιο δίκτυο ύδρευσης ως αντάλλαγμα δανείων. Καθώς κανείς δεν ήθελε να επενδύσει στην αγορά της Τανζανίας και το ΔΝΤ ασκούσε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις, η χώρα προχώρησε στο ξεπούλημα του δικτύου στην βρετανική Biwater. Το ειρωνικό της απόφασης ήταν πως η κυβέρνηση της Τανζανίας υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην χρηματοδότηση των επενδύσεων της Biwater στο δίκτυο με δάνεια που της έδωσε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ως αντάλλαγμα για την ιδιωτικοποίηση. Μέσα σε ένα χρόνο από την έλευση της Biwater, οι καταναλωτές είδαν τους λογαριασμούς του νερού να τριπλασιάζονται ενώ οι φτωχότεροι αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο ύδρευσης. Στην ουσία το 98% του δικτύου εξυπηρετούσε τους ελάχιστους πλούσιους, αφήνοντας εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς νερό. Η εταιρεία δεν έκανε καμία επένδυση όπως όριζε η συμφωνία και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι της έδωσε ψεύτικα στοιχεία και πως η επένδυση ήταν ασύμφορη. Τελικά η Τανζανία επανακρατικοποίησε το δίκτυο ύδρευσης και έδιωξε την Biwater από την χώρα. Η Biwater οδήγησε την Τανζανία στα δικαστήρια αλλά έχασε την δίκη το 2008 και υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κυβέρνηση 3 εκ. λίρες ως αποζημίωση.
H πώληση του δικτύου ύδρευσης στην πρωτεύουσα των Φιλιππίνων Μανίλα, θεωρήθηκε ως το πιο φιλόδοξο και «επιτυχημένο» πείραμα ιδιωτικοποίησης. Το 1997 η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ύστερα από συμβουλές της Παγκόσμιας Τράπεζας αποφασίζει πως για να καλύψει τα οικονομικά κενά έπρεπε να πουλήσει το νερό. Το δίκτυο ήταν ήδη σε κακή κατάσταση και 4 από τα 11 εκατομμύρια των κατοίκων της δεν είχαν σύνδεση. Το δίκτυο χωρίστηκε σε δύο ζώνες και δόθηκε σε consortium εταιρειών (ανάμεσα τους η γνωστή από την μετέπειτα εισβολή στο Ιράκ Bechtel). Τα πρώτα χρόνια και λόγω του ανταγωνισμού οι τιμές μειώθηκαν στο μισό και οι συνδέσεις έφτασαν το 87% των κατοίκων. Από το 2001 όμως και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Οι τιμές αυξήθηκαν μέχρι και 500% σε σχέση με τα επίπεδα του 1997 και η μέση οικογένεια ξόδευε το 10% του εισοδήματος της στους λογαριασμούς του νερού. Το 40% του λογαριασμού δεν αφορούσε στην κατανάλωση αλλά παράνομες χρεώσεις. Το 2003 περισσότεροι από 800 άνθρωποι προσβλήθηκαν από επιδημία χολέρας στο δίκτυο που προκλήθηκε από την κακή συντήρηση των σωληνώσεων και τη μη επιδιόρθωση των διαρροών.
Το 2008 στην Γαλλία ο δήμος του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει την σύμβαση με τις εταιρείες Veolia και Suez που κατείχαν το δίκτυο από το 1985, αλλά να αναλάβει η δημοτική αρχή το σύστημα ύδρευσης. Το 2010 ιδρύεται η δημοτική εταιρεία Eau de Paris και ο δήμος καταφέρνει να εξοικονομήσει 35 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο προχωρώντας παράλληλα σε μείωση των τιμολογίων κατά 8%.
Στην Γερμανία οι υπηρεσίες ύδρευσης ανήκουν στον δημόσιο τομέα παντού εκτός από το Βερολίνο ενώ η Ολλανδία με νόμο του 2004 κήρυξε παράνομη κάθε συμμετοχή ιδιωτικού οργανισμού σε υπηρεσίες ύδρευσης.
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως οι ιδιωτικοποιήσεις του νερού έχουν αποτύχει και υπάρχει έντονη τάση επανακρατικοποίησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει την πώληση των δικτύων ύδρευσης ως μία από τις προϋποθέσεις των οικονομικών πακέτων διάσωσης σε Ελλάδα και Πορτογαλία. Η ελληνική κυβέρνηση και όσοι την στηρίζουν, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες ενέκρινε το νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις, μεταξύ των οποίων και του δικτύου ύδρευσης.
Το κυρίαρχο επιχείρημα είναι πως το κράτος καθυστερεί πολύ να προσφέρει τις απαραίτητες υπηρεσίες οι οποίες κρίνονται αναποτελεσματικές, στην ουσία όμως οι χώρες που εφάρμοσαν το δόγμα αυτό οδηγήθηκαν στη δημιουργία ενός πανίσχυρου ιδιωτικού μονοπωλίου όπου εξαγορές και συγχωνεύσεις κατέλυσαν κάθε έννοια ανταγωνισμού και κάθε ελπίδα για μειωμένα τιμολόγια.
Από τις αρχές του 1980 μέχρι το 2000, υπήρξε μια τεράστια πίεση από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και τις πολυεθνικές εταιρείες να ιδιωτικοποιηθούν οι κρατικές εταιρείες ύδρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν οι 5 μεγάλες πολυεθνικές Veolia, Suez, Agbar, RWE και Saur να κατέχουν το 2001 το 71% της παγκόσμιας αγοράς νερού. Οι αντιδράσεις όμως των πολιτών, οδήγησε σε επανακρατικοποίηση των δικτύων. Σήμερα οι μεγάλες πολυεθνικές κατέχουν μόνο το 34% της αγοράς ενώ το 90% των 400 μεγαλύτερων πόλεων στον πλανήτη εξακολουθεί να έχει δημόσιο δίκτυο ύδρευσης. Το 2011 μόνο το 12% της ύδρευσης σε παγκόσμια κλίμακα ανήκε σε ιδιωτικά χέρια. Η ιδιωτικοποίηση έχει πλέον πάρει τη μορφή επενδύσεων σε υψηλή τεχνολογία και την αγορά των δικαιωμάτων του νερού.
Τι έχει συμβεί όμως στις χώρες που το δίκτυο αποκρατικοποιήθηκε;
Η Αργεντινή ήταν από τις πρώτες χώρες που ιδιωτικοποίησε το σύστημα ύδρευσης της. Το 1993 η κυβέρνηση παρέδωσε τη δημοτική ύδρευση σε ένα consortium πολυεθνικών και τοπικών εταιρειών. Η παγκόσμια Τράπεζα έσπευσε να συγχαρεί την κίνηση της Αργεντινής χαρακτηρίζοντας την ως την πιο ελπιδοφόρα επένδυση. Όμως η χαρά δεν κράτησε πολύ. Οι εταιρείες τοποθέτησαν σε θέσεις κλειδιά φίλους της κυβέρνησης με τεράστιους μισθούς ενώ για να αναταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος επέβαλαν αύξηση των τιμολογίων που έπληξαν εκατομμύρια φτωχών. Σε πολλές περιπτώσεις οι εταιρείες για να αυξήσουν τα κέρδη μείωσαν τα έξοδα συντήρησης ενώ δεν προχώρησαν στην αντικατάσταση των παλιών σωλήνων με αποτέλεσμα το νερό να πλημμυρίζει τις φτωχότερες συνοικίες. Με την οικονομική κρίση που ακολούθησε, οι καταναλωτές δεν μπορούσαν πλέον να πληρώσουν τους λογαριασμούς νερού και το 2005, οι πολυεθνικές Suez and Aguas de Barcelona αποσύρθηκαν από το πρόγραμμα. Η κυβέρνηση επανακρατικοποίησε το δίκτυο, του οποίου όμως οι ζημιές ήταν τόσο μεγάλες ώστε χρειάστηκε να το αποκαταστήσει από την αρχή.
Στη Νότια Αφρική η ιδιωτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης είχε ως αποτέλεσμα μια από τις χειρότερες επιδημίες χολέρας στις φτωχές συνοικίες του Γιοχάνεσμπουργκ το 2000-2002. Η επιδημία ξεκίνησε όταν οι κάτοικοι των παραγκοπουπόλεων αποσυνδέθηκαν από το ιδιωτικό δίκτυο ύδρευσης επειδή αδυνατούσαν να πληρώσουν τους αυξημένους λογαριασμούς. Χωρίς ασφαλές αποχετευτικό σύστημα και χωρίς πρόσβαση σε καθαρό νερό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πίνουν νερό από τα μολυσμένα ποτάμια της περιοχής. Η επιδημία χολέρας είχε ως αποτέλεσμα να αρρωστήσουν περισσότεροι από 100.000 και τουλάχιστον 100 να χάσουν τη ζωή τους. Η κυβέρνηση αντέδρασε δυναμικά και υποχρέωσε τις ιδιωτικές εταιρείες να παρέχουν τουλάχιστον 25 λίτρα νερό σε κάθε κάτοικο καθημερινά κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Αν και οι εταιρείες διαμαρτυρήθηκαν έντονα συμμορφώθηκαν με την απόφαση αλλά εξακολούθησαν να αποσυνδέουν το νερό στους φτωχούς.
Στην Αφρική η πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση ιδιωτικοποίησης είναι εκείνη της Τανζανίας. Το 2003 η χώρα υποχρεώθηκε από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ να ιδιωτικοποιήσει άμεσα το απαρχαιωμένο και αναποτελεσματικό της δημόσιο δίκτυο ύδρευσης ως αντάλλαγμα δανείων. Καθώς κανείς δεν ήθελε να επενδύσει στην αγορά της Τανζανίας και το ΔΝΤ ασκούσε όλο και μεγαλύτερες πιέσεις, η χώρα προχώρησε στο ξεπούλημα του δικτύου στην βρετανική Biwater. Το ειρωνικό της απόφασης ήταν πως η κυβέρνηση της Τανζανίας υποχρεώθηκε να συμμετάσχει στην χρηματοδότηση των επενδύσεων της Biwater στο δίκτυο με δάνεια που της έδωσε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα ως αντάλλαγμα για την ιδιωτικοποίηση. Μέσα σε ένα χρόνο από την έλευση της Biwater, οι καταναλωτές είδαν τους λογαριασμούς του νερού να τριπλασιάζονται ενώ οι φτωχότεροι αποσυνδέθηκαν από το δίκτυο ύδρευσης. Στην ουσία το 98% του δικτύου εξυπηρετούσε τους ελάχιστους πλούσιους, αφήνοντας εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς νερό. Η εταιρεία δεν έκανε καμία επένδυση όπως όριζε η συμφωνία και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι της έδωσε ψεύτικα στοιχεία και πως η επένδυση ήταν ασύμφορη. Τελικά η Τανζανία επανακρατικοποίησε το δίκτυο ύδρευσης και έδιωξε την Biwater από την χώρα. Η Biwater οδήγησε την Τανζανία στα δικαστήρια αλλά έχασε την δίκη το 2008 και υποχρεώθηκε να καταβάλει στην κυβέρνηση 3 εκ. λίρες ως αποζημίωση.
H πώληση του δικτύου ύδρευσης στην πρωτεύουσα των Φιλιππίνων Μανίλα, θεωρήθηκε ως το πιο φιλόδοξο και «επιτυχημένο» πείραμα ιδιωτικοποίησης. Το 1997 η κυβέρνηση αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα και ύστερα από συμβουλές της Παγκόσμιας Τράπεζας αποφασίζει πως για να καλύψει τα οικονομικά κενά έπρεπε να πουλήσει το νερό. Το δίκτυο ήταν ήδη σε κακή κατάσταση και 4 από τα 11 εκατομμύρια των κατοίκων της δεν είχαν σύνδεση. Το δίκτυο χωρίστηκε σε δύο ζώνες και δόθηκε σε consortium εταιρειών (ανάμεσα τους η γνωστή από την μετέπειτα εισβολή στο Ιράκ Bechtel). Τα πρώτα χρόνια και λόγω του ανταγωνισμού οι τιμές μειώθηκαν στο μισό και οι συνδέσεις έφτασαν το 87% των κατοίκων. Από το 2001 όμως και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Οι τιμές αυξήθηκαν μέχρι και 500% σε σχέση με τα επίπεδα του 1997 και η μέση οικογένεια ξόδευε το 10% του εισοδήματος της στους λογαριασμούς του νερού. Το 40% του λογαριασμού δεν αφορούσε στην κατανάλωση αλλά παράνομες χρεώσεις. Το 2003 περισσότεροι από 800 άνθρωποι προσβλήθηκαν από επιδημία χολέρας στο δίκτυο που προκλήθηκε από την κακή συντήρηση των σωληνώσεων και τη μη επιδιόρθωση των διαρροών.
Το 2008 στην Γαλλία ο δήμος του Παρισιού αποφάσισε να μην ανανεώσει την σύμβαση με τις εταιρείες Veolia και Suez που κατείχαν το δίκτυο από το 1985, αλλά να αναλάβει η δημοτική αρχή το σύστημα ύδρευσης. Το 2010 ιδρύεται η δημοτική εταιρεία Eau de Paris και ο δήμος καταφέρνει να εξοικονομήσει 35 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο προχωρώντας παράλληλα σε μείωση των τιμολογίων κατά 8%.
Στην Γερμανία οι υπηρεσίες ύδρευσης ανήκουν στον δημόσιο τομέα παντού εκτός από το Βερολίνο ενώ η Ολλανδία με νόμο του 2004 κήρυξε παράνομη κάθε συμμετοχή ιδιωτικού οργανισμού σε υπηρεσίες ύδρευσης.
Ενώ λοιπόν παγκοσμίως οι ιδιωτικοποιήσεις του νερού έχουν αποτύχει και υπάρχει έντονη τάση επανακρατικοποίησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει την πώληση των δικτύων ύδρευσης ως μία από τις προϋποθέσεις των οικονομικών πακέτων διάσωσης σε Ελλάδα και Πορτογαλία. Η ελληνική κυβέρνηση και όσοι την στηρίζουν, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες ενέκρινε το νομοσχέδιο για τις αποκρατικοποιήσεις, μεταξύ των οποίων και του δικτύου ύδρευσης.
Μένει τώρα να δούμε ποιος θα πληρώσει το πραγματικό κόστος.
Πηγή : tps://www.thepressproject.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου