Όταν επιχειρείται η διασύνδεση της πολυπλοκότητας του χάους με τη ροή της ιστορίας για την υποστήριξη της παρούσας πραγματικότητας, μάλλον δεν πρέπει να περιμένει κανείς σπουδαία αποτελέσματα.
Της Αλεξάνδρας Πολιτάκη*
Ο λόγος που η δήλωση του αναπληρωτή υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννη Μουζάλα «το χάος πήρε μορφή» δεν είναι ολοκληρωτικά ατυχής, είναι γιατί όλοι καταλαβαίνουν πως όταν υπουργός μεταναστευτικής πολιτικής δίνει συνέντευξη Τύπου για το προσφυγικό η οποία συμπίπτει (;) με την επίσκεψη του Ύπατου Αρμοστής του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, κάτι σημαντικό πρέπει να παρουσιάσει, κάτι εμφατικό πρέπει να πει.
Κάτι σημαντικό δεν είπε, αλλά εμφατικό ήταν. Επικοινωνιακά ορθά λοιπόν, από ένα υπουργείο που δεν μας έχει συνηθίσει σε επικοινωνιακές ορθότητες. Κάτι όμως πέρα από αυτό δεν πρόσθεσε. Ίσα ίσα, επί της ουσίας και ως συνήθως άνοιξε καινούρια ζητήματα και μάλιστα πιο σοβαρά από αυτά που επιχείρησε να κλείσει.
Η προ-καταγραφή ολοκληρώθηκε πριν περίπου ένα μήνα αλλά δεν περιμέναμε αυτήν για να γνωρίσουμε τα στοιχεία που μας παρέθεσε (αριθμός των προσφύγων που βρίσκονται στην Ελλάδα, εθνικότητες, κατανομή τους ανά φύλο, κτλ).
Τα γνωρίζουμε όλον τον προηγούμενο καιρό από εκθέσεις και στατιστικά επεξεργασμένα στοιχεία οργανώσεων και οργανισμών που δραστηριοποιούνται στο πεδίο. Και μάλιστα γνωρίζουμε λεπτομερέστερα όπως, η ηλικιακή κατανομή, η οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, ο αριθμός των ασυνόδευτων, κτλ. Έτσι, σε επίπεδο πληροφόρησης δεν υπήρξε τίποτα καινούριο. Αλλά και τα κρίσιμα ζητήματα δεν βρίσκονται εδώ.
Το ένα ζήτημα ασφαλώς έχει να κάνει με την αξιοπιστία των στοιχείων, καθώς «σκοντάφτει» στα νούμερα. Το σύνολο των προσφύγων εκτιμάται από το υπουργείο πλέον στις 60.000 (54.000 καταγεγραμμένοι και με εκτίμησή του 4.000 με 6.000 χωρίς καταγραφή). Πρόκειται μάλλον για ένα «αιφνιδιαστικό» νούμερο, καθώς η Ύπατη Αρμοστεία του OHE έδινε στα στατιστικά της στοιχεία μόλις την 1η Ιουλίου, 49.000 στην ενδοχώρα και το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου το Συντονιστικό Όργανο Διαχείρισης της Προσφυγικής Κρίσης έδινε περίπου 8.500 στα νησιά.
Αυτή η διαφορά στα νησιά (από 8.500 στις 11.000) σε τόσο μικρό διάστημα (η προκαταγραφή ολοκληρώθηκε 30 Ιουλίου) που πρέπει να προστεθεί στις 4.000 - 6000 των υπολογισμένων χωρίς προκαταγραφή, μας κάνει να σκεφτούμε ή ότι τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν απέχουν πολύ από το να είναι ακριβή και πρέπει να βρούμε ποιος έχει τα ακριβή στοιχεία, ή ότι όντως υπήρξε ένας τεράστιος αριθμός αφίξεων στα νησιά σε διάστημα λίγων ημερών που ανέβασε το νούμερο στις 11.000[1].
Αν υποθέσουμε ότι αυτό μπορεί να απαντηθεί σχετικά εύκολα, είναι οι αιτιάσεις του υπουργού και οι πολιτικές επενδύσεις της διαχείρισης του προσφυγικού που παραμένουν το δύσκολο κομμάτι, καθώς αναδύονται προβληματικές τόσο στην ανάγνωση όσο και στο νόημά τους. Είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο υποστήριξε, καθώς ένα ποσοστό διαχύθηκε στις ήδη υπάρχουσες κοινότητες μεταναστών, ένα άλλο αρνήθηκε την προκαταγραφή ευελπιστώντας στο άνοιγμα των συνόρων, κάποιοι άλλοι έτυχε να λείπουν κατά τη διάρκεια της καταγραφής, ενώ υπάρχει και ο παράγοντας ανθρώπινου λάθους.
Εάν ένας τόσο μεγάλος αριθμός προσφύγων απέχει της προκαταγραφής, μίας νόμιμης ενέργειας του ελληνικού κράτους, είτε επειδή βλέπει τον διακινητή ως πιο αξιόπιστη και αποτελεσματική λύση από αυτήν που το ελληνικό κράτος, οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί και οι διεθνείς συμφωνίες προσφέρουν, είτε επειδή επιλέγει να στηριχθεί σε μία απελπισμένη αυθαίρετη εικασία για άνοιγμα των συνόρων, είτε «τυχαίνει να λείπει» ενώ η διαδικασία κράτησε πολύ καιρό και υποστηρίχτηκε με ενημερωτικές ενέργειες και παρόλα αυτά επέλεξε να μην «επιστρέψει» για να καταγραφεί, τότε το πρόβλημα της αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους είναι πολύ μεγάλο και φέρνει μαζί του ένα πλήθος άλλων προβλημάτων που έχουν να κάνουν καταρχήν με τη σχέση και στη συνέχεια με την παραμονή στην Ελλάδα των πληθυσμών αυτών, τουλάχιστον για τον ένα, ενάμισι χρόνο που η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα χρειαστεί για να εξεταστούν τα αιτήματα ασύλου.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο η εικασία δεν φαίνεται να μπορεί να κερδίσει τη μάχη με την πραγματικότητα. Ο υπουργός υποστήριξε ότι κάποιες «δομές φιλοξενίας» θα κλείσουν καθώς έως το τέλος του χρόνου η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες θα έχει ολοκληρώσει το στόχο της να εξασφαλίσει 20000 θέσεις εγκαταστάσεις προσφύγων σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Και είναι πιθανό να συμβεί έστω και στον λίγο καιρό που απέμεινε. Η αλήθεια όμως είναι πως η συντριπτική πλειοψηφία των δομών φιλοξενίας δεν έπρεπε καν να υπάρχουν με τους όρους που υπάρχουν.
Οι συνθήκες είναι άθλιες, προσβλητικές και τραυματικές για την ανθρώπινη ύπαρξη, οι βελτιώσεις γίνονται με πολύ αργό ρυθμό και τίποτα δεν δείχνει ότι θα γίνει κάτι έγκαιρα για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων που διαμένουν σε σκηνές -κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα- ώστε να μη βουλιάξουν στη λάσπη των βροχών του χειμώνα που είναι κοντά. Και η αλήθεια επίσης είναι, ότι ζούμε τη μεγάλη αντίφαση από τη μία να γίνονται οι υπουργικές εξαγγελίες για μείωση αυτών των δομών και από την άλλη να γίνονται συζητήσεις για το που αλλού θα δημιουργηθούν νέες, ή να συνεχίζουν σιωπηλά να δημιουργούνται, με τα ίδια χαρακτηριστικά, προσθέτοντας συνεχώς περισσότερους και από διαφορετικές πλευρές αποδέκτες της απελπισίας, της ανασφάλειας και των αντιδράσεων που αυτές οι κινήσεις δημιουργούν.
Ακόμη παραπέρα, ο τρόπος που ο υπουργός που ασχολείται με το προσφυγικό επιλέγει να μιλήσει για την κατάσταση, είναι ίσως αποκαλυπτικότερος όλων. Ο αναπληρωτής υπουργός επέλεξε να εξάρει τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας της 20ης Μαρτίου τονίζοντας τι θα γινόταν εάν δεν υπήρχε. Είναι λυπηρό που για να βρει τρόπο να την υποστηρίξει επέλεξε να κινηθεί με έναν λόγο εκφοβιστικό, ώστε να εισπράξει την επιδοκιμασία της συμφωνία ως αναπόφευκτο φοβικό αντανακλαστικό.
Η συμφωνία υπήρξε όντως αποτελεσματική ως προς τη μείωση των προσφυγικών ροών όπως τα νούμερα δείχνουν, αλλά όχι και ως προς άλλες παραμέτρους εάν θέλουμε να την κρίνουμε συνολικά όπως θα έπρεπε. Οι θάνατοι στη Μεσόγειο π.χ. συνεχίζουν σε πολύ υψηλά νούμερα[2], ο κλονισμός του προσφυγικού δικαίου που η συμφωνία επέφερε είναι αμφίβολο εάν και πότε θα επανορθωθεί, η σταθερότητά της δοκιμάζεται συνεχώς, ο χαρακτήρας της παραμένει βαθιά εκβιαστικός και επισφαλής και παρόλο που εξασφαλίζει στην Ευρώπη την ανακουφιστική ευκολία να διαχειρίζεται το προσφυγικό από μακριά την περιπλέκει πολιτικά, και τόσα άλλα που δεν είναι της παρούσης. Έτσι λοιπόν, ακόμη και εάν η ανάσχεση των ροών είναι αρκετή, αυτό δεν σημαίνει ότι η συμφωνία της 20ης Μαρτίου δεν παραμένει ηθικά, πολιτικά και ανθρωπιστικά προβληματική και πρακτικά αναποτελεσματική σε πολλά άλλα σημεία της.
Το χάος δεν πήρε μορφή. Ήταν ένα ευφάνταστο σχήμα λόγου που στη σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία του απόλυτου έλεγχου είχε σκοπό να φαντάξει για λίγο ως σοβαρή πολιτική μεταφορά, «στέλνοντας το μήνυμα». Είχε όμως μικρό αντίκρισμα αληθείας, κι έτσι δεν ήταν παρά ένα ακόμη στιγμιότυπο της πολιτικής που ακολουθείται σήμερα, η πολιτική δεν είναι η τέχνη του εφικτού. Ορίζεται ως η επιλογή μεταξύ του καταστροφικού και του δυσάρεστου [3].
Πηγή : http://www.neakriti.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου