Ηπολιτική της ατομικής ευθύνης, η οποία έχει αντικαταστήσει πλήρως σήμερα τη θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους να προστατεύει τους πολίτες από τα ακραία φαινόμενα και να θωρακίζει τη χώρα από τις φυσικές καταστροφές, εφαρμόζεται παντού:
Από τις δασικές πυρκαγιές, μέχρι τις πλημμύρες και τη λειψυδρία.
Στην υπόθεση των δασικών πυρκαγιών, όπου η Ελλάδα είναι με απόσταση κάθε χρόνο η πρώτη χώρα στη γειτονιά της Μεσογείου ως προς τις καμένες εκτάσεις, η συνταγή της κυβέρνησης είναι ο αναγκαστικός έγκαιρος καθαρισμός από την εύφλεκτη ύλη μόνο των ιδιωτικών οικοπέδων.
Χωρίς, αντίστοιχα, το δημόσιο να εκπληρώνει τη δική του βασική υποχρέωση να καθαρίζει κι εκείνο την πολλαπλάσιας από την ιδιωτική έκτασης δημόσια γη, δάση και χορτολιβαδικές εκτάσεις. Κι ακόμη, να μην ανοίγει δασικούς δρόμους και να μην κατασκευάζει αντιπυρικές ζώνες, όπως οφείλει.
Στις καταστροφικές πλημμύρες από την άλλη, η κυβερνητική συνταγή δεν είναι η έγκαιρη αντιπλημμυρική θωράκιση, με προσαρμογή των παραμέτρων του αντιπλημμυρικού σχεδιασμού στα νέα δυσμενή υδρολογικά δεδομένα, αλλά αντίθετα, η ιδιωτικοποίηση του νερού και η… ιδιωτική ασφάλιση της περιουσίας των πολιτών.
Και τώρα στη μεγάλη απειλή της λειψυδρίας, η κυβερνητική πρόταση για την αντιμετώπισή της, αλλά και η πρακτική που ακολουθούν ήδη Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης σε τουριστικές περιοχές που πλήττονται, όπως στον δήμο Προποντίδας στη Χαλκιδική, είναι η αύξηση της τιμής του νερού της ύδρευσης.
Ένα μέτρο, όμως, που δεν έχει καμία σχέση με τις αιτίες της λειψυδρίας.
Οι οποίες, από πουθενά δεν προκύπτει ότι σχετίζονται με σπατάλη ειδικά στην ύδρευση, ως αποτέλεσμα, μάλιστα, της χαμηλής τιμής του νερού.
Η ύδρευση, άλλωστε, συμμετέχει στην ετήσια κατανάλωση του νερού στην Ελλάδα σήμερα κατά ένα μονοψήφιο ποσοστό, της τάξης μόλις του 7-8%. Και συνεπώς τα περιθώρια εξοικονόμησης νερού σε αυτόν τον τομέα είναι ιδιαίτερα μικρά.
Με τον κατ’ εξοχήν μεγάλο καταναλωτή να είναι η αγροτική ανάπτυξη, με τις μεγάλες απώλειες λόγω διαρροών των εκτεταμένων αρδευτικών δικτύων, αλλά και λόγω απωλειών στα πεπαλαιωμένα συστήματα άρδευσης, όπου καταναλώνεται το 85% του νερού στη χώρα ετησίως. Με το μισό περίπου από αυτό να είναι απώλειες.
Και επιπλέον, η αύξηση της τιμής του πόσιμου νερού είναι γνωστό ότι αποτελεί ένα αναποτελεσματικό και γι’ αυτό τελευταίο μέτρο ανάγκης, λόγω της ιδιαίτερα χαμηλής ελαστικότητας της ζήτησης στην ύδρευση.
Που σημαίνει ότι αν αυξηθεί η τιμή της μπίρας, των αναψυκτικών ή των οινοπνευματωδών ποτών, οι καταναλωτές μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτά. Αν όμως αυξηθεί η τιμή του πόσιμου νερού, ελάχιστη εξοικονόμηση θα γίνει. Μια και οι καταναλωτές δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς αυτό…
Οι πραγματικές αιτίες της λειψυδρίας βρίσκονται στη μη διευθέτηση του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης του νερού σε όλες τις χρήσεις.
Που σημαίνει ότι για τη λειψυδρία δεν ευθύνεται μονομερώς ούτε μόνο η ξηρασία, ούτε όμως και μόνο η σπατάλη νερού, ειδικά στον τομέα της ύδρευσης.
Η λειψυδρία αντανακλά την αδυναμία, την ανικανότητα ή και την άρνηση να εφαρμοστούν μέτρα, να αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες και να κατασκευαστούν έργα για την προσαρμογή στις νέες δυσμενείς κλιματικές συνθήκες, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει την επάρκεια του νερού.
Η λειψυδρία, επομένως, είναι το αποτέλεσμα της απουσίας έργων, μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή στις νέες, ακραίες, αλλά και απολύτως προβλέψιμες, πλέον, κλιματικές συνθήκες.
Με δεδομένη, δηλαδή, την ανομβρία υπάρχουν μια σειρά από μέτρα, έργα και πολιτικές που πρέπει να εφαρμοστούν τόσο για την ενίσχυση της προσφοράς του νερού και την αποτελεσματική αποθήκευσή του σε φυσικές δεξαμενές και τεχνητούς ταμιευτήρες, όσο όμως και για την εξοικονόμησή του, ξεκινώντας από τις πολύ υδροβόρες οικονομικές δραστηριότητες, όπως οι αγροτικές.
Όσον αφορά στις πολιτικές ενίσχυσης της προσφοράς σε νερό, πρώτη προτεραιότητα είναι η φροντίδα για τον εμπλουτισμό των υπόγειων φυσικών δεξαμενών του νερού, των υπόγειων υδροφορέων.
Ένας στόχος που για να επιτευχθεί, πρέπει να περιοριστούν δραστικά, με έγκαιρες πολιτικές πρόληψης οι δασικές πυρκαγιές, να μειωθούν με κάθε τρόπο οι καμένες δασικές εκτάσεις και να ακολουθηθεί μια πολιτική άμεσης αναδάσωσης των καμένων περιοχών.
Μια αλήθεια που δεν ακούγεται συχνά είναι ότι στην ύπαρξη των δασών και της βλάστησης οφείλεται ο εμπλουτισμός των φυσικών δεξαμενών του νερού, των υπόγειων υδροφορέων.
Όταν μειώνονται τα δάση, μειώνεται και η ικανότητα του εδάφους να διηθήσει το έστω και λιγότερο σήμερα νερό της βροχής και του χιονιού, προκειμένου να εμπλουτιστούν οι υδροφορείς.
Η απώλεια δασικών εκτάσεων κάθε χρόνο, λόγω πυρκαγιών, αλλά και λόγω ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γης για να εγκατασταθούν είτε ξενοδοχεία είτε και πράσινες μορφές παραγωγής ενέργειας, αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα δηλαδή, δεν είναι καθόλου άσχετη με την υπόθεση της λειψυδρίας που πλήττει την Ελλάδα περισσότερο από τις γειτονικές της χώρες, που έχουν τις ίδιες συνθήκες ως προς την ξηρασία και την ανομβρία.
Οι πολιτικές της έγκαιρης αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών και του περιορισμού των καμένων εκτάσεων, όπως και εκείνες της υποχρεωτικής αναδάσωσης του συνόλου των καμένων πράσινων εκτάσεων, είναι οι πιο δραστικές για τον εμπλουτισμό των φυσικών δεξαμενών του νερού.
Όσον αφορά στο άλλο σκέλος ισοζυγίου, σε αυτό της διαχείρισης της ζήτησης του νερού, η κύρια αιτία για τη λειψυδρία είναι η υπέρβαση της φέρουσας ικανότητας των υδατικών συστημάτων στις υδρολογικές λεκάνες.
Που σημαίνει ευθέως αλλαγή αναπτυξιακού μοντέλου.
Δεν την αντέχει η Ελλάδα την αγροτική ανάπτυξη των υδροβόρων καλλιεργειών που μας ήρθαν από πλούσιες σε υδατικά αποθέματα περιοχές του κόσμου, όπως το βαμβάκι, το ρίζι και το καλαμπόκι, για παράδειγμα.
Όπως, επίσης, δεν την αντέχει η άνυδρη Ελλάδα τη μονοκαλλιέργεια του υπερτουρισμού τα καλοκαίρια στις παραλίες και τα νησιά.
Διότι δεν είναι βιώσιμη η ανάπτυξη που στηρίζεται αποκλειστικά σε βραχυχρόνιους κερδοσκοπικούς σχεδιασμούς και όχι στη φέρουσα ικανότητα της φύσης, στα διαθέσιμα, δηλαδή, υδατικά αποθέματα.
Αλλά και σε καθαρά τεχνολογικό επίπεδο υπάρχουν μια σειρά από μέτρα και έργα που μπορούν να βελτιώσουν τη μεγάλη απειλή της λειψυδρίας.
Ειδικά στον τομέα της αγροτικής ανάπτυξης, του μεγάλου καταναλωτή νερού στη χώρα.
Ο εκσυγχρονισμός των αρδευτικών δικτύων, με τη δραστική μείωση των απωλειών νερού που φτάνουν το 40 – 50% και η εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων μικροάρδευσης, τοπικής άρδευσης και άρδευσης με σταγόνες θα δώσει μια μεγάλη ανάσα στην υπόθεση της εξοικονόμησης νερού.
Μια επένδυση που μπορεί αρχικά να φαίνεται δαπανηρή, αν υπολογιστεί όμως το όφελος σε διαθέσιμο νερό που θα προκύψει, θα αποδειχθεί τελικά άκρως συμφέρουσα.
Τέλος, τεράστιο πεδίο υπάρχει και στο αυτονόητο επίπεδο του εκσυγχρονισμού των συστημάτων εκταμίευσης, συλλογής και αποθήκευσης νερού για άρδευση και για ύδρευση.
Όπως γίνεται κατανοητό, η αντιμετώπιση της λειψυδρίας ξεκινά από τις πολιτικές πρόληψης των φυσικών καταστροφών και προσαρμογής μας στην κλιματική κρίση και φτάνει μέχρι τους αναπτυξιακούς τομείς της πρωτογενούς παραγωγής και του τουρισμού και μέχρι τον εκσυγχρονισμό των δικτύων και τον σχεδιασμό νέων έργων.
Γι’ αυτό και χρειάζεται ολοκληρωμένη αντιμετώπιση σε επίπεδο λεκάνης απορροής και όχι εισπρακτικές πολιτικές.Με δεδομένο ότι το νερό της ύδρευσης είναι δημόσιο αγαθό κοινωνικού χαρακτήρα, το μόνο που θα επιτύχει η αύξηση της τιμής του ως το πρώτο και μοναδικό μέσον αντιμετώπισης της λειψυδρίας θα είναι η επιδείνωση της ακρίβειας και η επιβάρυνση πολιτών και επιχειρήσεων με μια ακόμη αύξηση σε δύσκολη εποχή.
*Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου, Καθηγητή, πρώην Πρύτανη ΑΠΘ, Περιφερειακού Συμβούλου, Επικεφαλής της παράταξης ΑΛΛΑΓΗ στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
Πηγή : https://tvxs.gr/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου