Είναι γνωστό, ότι το Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ορίζει
σαν κριτήριο «υγείας» μιας κρατικής οικονομίας το όριο «3% του δημοσίου
ελλείμματος επί του συνόλου του ΑΕΠ (ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος)».
Κι είναι γνωστό πως με αυτό το νούμερο στο χέρι αποφασίζεται η μοίρα των
κρατών-μελών, δηλαδή των πολιτών τους. Πώς όμως ορίστηκε σαν κριτήριο ο
λόγος «δημόσιο έλλειμμα προς ΑΕΠ»; Και πώς προσδιόρισαν τον αριθμό 3%;
Με βάση άραγε ποιους διεξοδικά μελετημένους, στέρεα θεμελιωμένους σε
πολυετείς έρευνες και υποστηριγμένους από έγκριτες οικονομικές θεωρίες
επιστημονικούς υπολογισμούς;
Το εντόπισα ξαφνικά σήμερα σκαλίζοντας, αν και το είχε αποκαλύψει αναλυτικότατα από πρόπερσι
τον Οκτώβριο ο Γκι Αμπέιγ, γάλλος οικονομολόγος, υψηλόβαθμο στέλεχος
του υπουργείου Οικονομικών επί Ζισκάρ ντ’ Εστέν και στις αρχές της
περιόδου Φρανσουά Μιτεράν, επιφορτισμένος μεταξύ 1977-1982 με το έργο
της εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού.
Καταγράφοντας την ιστορική
διαδρομή από το «πετρελαϊκό σοκ» του 1973, που σήμανε το τέλος της
μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας», το πέρασμα στο νεοφιλελευθερισμό
και στους απανωτούς πανικούς με το δημόσιο έλλειμμα, αφηγείται αναλυτικά
τι συνέβη ένα βράδυ του 1981 στο γαλλικό υπουργείο Οικονομικών σε μια
στιγμή που φαινόταν ότι, στον υπό κατάρτιση προϋπολογισμό για το 1982,
το δημόσιο έλλειμμα θα ξεπερνούσε το σοκαριστικό για τα δεδομένα της
εποχής αριθμών των 100 δις γαλλικών φράγκων.
Αξίζει να το διαβάσετε! Ορίστε:
«Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ένα βράδυ, αργά, ο Πιέρ Μπιλζέρ (που αργότερα πήγε και διέπρεψε στην Alcatel), ο υπ’ αριθμόν 2 στο υπουργείο Οικονομικών, μας καλεί − εμένα και τον Ρολάν ντε Βιλπέν (απόφοιτοι κι οι δυο της ENSAE,
από τους λίγους που ήξεραν πρόσθεση σε αυτό το υπουργείο, όπως μας
έλεγαν χαριτολογώντας) − κι αφού μας ενημερώνει με δυο λόγια για την
τρικυμία στον προϋπολογισμό, μάς γνωστοποιεί ότι ο Πρόεδρος [Μιτεράν]
ζήτησε προσωπικά ο ίδιος και κατεπειγόντως να σκαρώσουμε ένα κανόνα, ένα γνώμονα απλό, εύχρηστο αλλά που να δίνει και την αίσθηση επιστημοσύνης, για να τον κοπανάει στους πιο σκληρούς από όσους τον επισκέπτονταν για να ροκανίσουν από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Έπρεπε να βιαστούμε.
Ούτε ο Βιλπέν, ούτε εγώ είχαμε καμιά ιδέα τι να κάνουμε αφού δεν υπήρχε
καμιά οικονομική θεωρία για να μας βοηθήσει να σκαρώσουμε τον κανόνα
αυτό, ούτε καν για να προσανατολίσει κάπως τη σκέψη μας. Αλλά η
παραγγελία είχε έρθει από πολύ ψηλά. Στήσαμε λοιπόν το κτήνος του
προϋπολογισμού πάνω στο ανατομικό τραπέζι κι αρχίσαμε να το ψάχνουμε.
Σκαλίσαμε
τα δημόσια έξοδα, τον όγκο τους, τη δομή τους, με χρέη, χωρίς χρέη,
τέτοιου είδους, του άλλου είδος, το ποσοστό αύξησής τους σε σχέση με
αυτό της οικονομία. Φανταζόμαστε ότι θα βγάζαμε έτσι κάποια ποσοστά,
αλλά τίποτα.
Έβγαιναν κάτι γνώμονες πλαδαροί, καθόλου εντυπωσιακοί,
ακατάλληλοι για να τους κραδαίνει κανείς σαν δόρυ για να απειλεί το
θεριό των δημόσιων εξόδων. Γυρίσαμε το κτήνος από την άλλη μεριά: να
σκαρώσουμε το γνώμονα με βάση το ποσοστό των φόρων επί του εθνικού
εισοδήματος;
Αλλά οι φόροι δεν είναι κάτι το σταθερό, για να πατούσαμε
σε αυτούς […] κι η κουβέντα μας για το φορολογικό σύστημα κατέληξε
σύντομα στα γνωστά τεχνικά μπλα-μπλά. […] Οπότε κατέρρευσε κι η ιδέα
μήπως σκαρώσουμε το ζητούμενο γνώμονα με βάση τα δημόσια έσοδα. Δεν μας έμενε λοιπόν παρά ένας δρόμος: το δημόσιο έλλειμμα.
Πρώτα-πρώτα, από τον πολίτη τάδε μέχρι τον Πρόεδρο, η λέξη δημόσιο έλλειμμα χτυπάει
βαριά: έχουμε έλλειμμα, άρα μας λείπουν χρήματα. […] Έπειτα, από τον
Κέινς και δώθε, το δημόσιο έλλειμμα απέκτησε τίτλους οικονομικής
ευγένειας: είναι μια λέξη που τη βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας στις
οικονομικές θεωρίες και φαίνεται σαν μια από τις πιο λειτουργικές
μεταβλητές των οικονομικών μοντέλων.
Ήταν ολοφάνερο λοιπόν:
το δημόσιο έλλειμμα, και μόνο αυτό, είχε το κύρος και τη
φαινομενική σαφήνεια, που χρειαζόμασταν για να ανταποκριθούμε σε αυτό
που μας ζητήθηκε. Αλλά με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να το χειριστούμε; Σε ποιο στραγγιστήρι θα έπρεπε να το στραγγίξουμε για να βγάλουμε από αυτό ένα γνώμονα;
Δεν μας πήρε ώρα να το βρούμε. Η σανίδα σωτηρίας κάθε στριμωγμένου μακρο-οικονομολόγου είναι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν [ΑΕΠ]: τα πάντα ξεκινούν και τελειώνουν με το ΑΕΠ∙ όλα τα κάπως χοντροκομμένα μεγέθη, σε σχέση με το ΑΕΠ μπορούν να λογιστούν. Άρα: ο απλός, ευκολόχρηστος αλλά που να δίνει και την αίσθηση επιστημοσύνης γνώμονας που μας ζητούσαν, θα ήταν το ποσοστό του δημόσιου ελλείμματος σε σχέση με το ΑΕΠ. Στοιχειώδες κύριε Ουότσον, που έλεγε κι ο δαιμόνιος ντετέκτιβ! Με το ποσοστό δημοσίου ελλείμματος επί του ΑΕΠ νομίζεις διαμιάς πως έχεις μπροστά σου κάτι το ολοκάθαρο. […]
Σε
αυτό το σημείο χρειάστηκε να σκεφτούμε λιγάκι. Πρώτη παρατήρηση. Είδαμε
πως το δημόσιο έλλειμμα είναι ένα υπόλοιπο λογαριασμού. Δηλαδή δεν
είναι ένα πρωτογενές οικονομικό μέγεθος αλλά το αποτέλεσμα ενός
υπολογισμού μεταξύ δυο μεγεθών. Αυτό το απλό, κοινότοπο γεγονός
επιβάλλει δυο παρατηρήσεις.
Πρώτον, ότι το ίδιο έλλειμμα μπορεί να μας
δώσει η διαφορά μεταξύ δυο αριθμών, που απέχουν μεταξύ τους όσο η μέρα
με τη νύχτα. Π.χ. 20 δις έλλειμμα είναι η διαφορά μεταξύ 50 και 70 δις,
αλλά και η διαφορά μεταξύ 150 κι 170 δις.
Δεύτερον, δεν μπορεί να είναι
τελείως άσχετο για την πορεία μιας οικονομίας αν ο όγκος των δημόσιων
εξόδων και εσόδων είναι ενός α μεγέθους (κάτω από 35% του ΑΕΠ όπως στις
ΗΠΑ ή την Ιαπωνία) αντί ενός β (πάνω από το 50% για τη Γαλλία ή τις
σκανδιναβικές χώρες)∙ για να μην πούμε και για το τι περιέχει ο καθένας
από αυτούς τους όγκους, αφού δεν είναι το ίδιο να περιμένεις ένα
ορισμένο ποσό εσόδων όταν έχεις από τη μια το ΦΠΑ στο 10% με τα έσοδα
από τους φόρους να φτάνουν έως και το 80% των δημόσιων εσόδων, ενώ από
την άλλη το ΦΠΑ στο 20% και τα φορολογικά έσοδα να φτάνουν το 30% το
πολύ των δημόσιων εσόδων. […]
Η
δεύτερη παρατήρηση αφορά το ίδιο το ποσοστό ελλείμματος προς ΑΕΠ: μήπως
διαιρούμε κουνουπίδια με καρότα; Γιατί το έλλειμμα δεν είναι παρά
χρέος: είναι ο ακριβής αριθμός χρημάτων, που πρέπει ευθύς αμέσως να
δανειστούμε, δηλαδή να πάμε να ζητήσουμε από άλλους, και επομένως να
εξοικονομήσουμε τα επόμενα χρόνια ώστε να ξεχρεώσουμε τους δανειστές
μας.
Με άλλα λόγια, για να σκαρώνουμε ένα ποσοστό δημόσιου ελλείμματος
προς ΑΕΠ, πρέπει να βάλουμε σε αναλογία μια ροή χρημάτων, χωρισμένη σε
επιμέρους ληξιπρόθεσμα χρέη που είναι να πληρωθούν μέσα σε κάποια
επόμενα χρόνια, με τον πλούτο που έχει παραχθεί μέσα στη χρονιά κατά την
οποία έχουμε συνάψει το χρέος.
Υπάρχει ασυμφωνία χρόνων. Άρα το μόνο
κατάλληλο κριτήριο είναι αυτό της ικανότητας αποπληρωμής του χρέους σε
ένα δεδομένο χρονικό ορίζοντα (αυτόν του δανείου), ο οποίος όμως δεν
είναι τόσο συνάρτηση του ελλείμματος κατά τη χρονιά που συνάφθηκε το
δάνειο, όσο του συνολικά συσσωρευμένου ελλείμματος εκείνης της χρονιάς,
προηγούμενων ετών καθώς και των επόμενων ίσως χρόνων, καθώς και της
πρόβλεψης που μπορούμε να κάνουμε για τα μελλοντικά δημόσια έσοδα,
δηλαδή του ζεύγους ανάπτυξη-φορολογικά έσοδα. […]
Τρίτη
και τελευταία, γενικότερης φύσης παρατήρηση: Προφανώς ένα δημόσιο
έλλειμμα δεν έχει την ίδια βαρύτητα αν είναι στιγμιαίο, αν δηλαδή
προέκυψε ξαφνικά μέσα σε μια σειρά ετών δημοσιοοικονομικής ισορροπίας
[…], ή το αν, απεναντίας, είναι απλά ένας κρίκος σε μια μακριά αλυσίδα
χρόνιων ελλειμμάτων δεκαετιών. […]
Επομένως,
το να εστιάσουμε στο έλλειμμα μιας δεδομένης χρονιάς δεν έχει κανένα
νόημα και είναι ακόμα πιο παράλογο να το συγκρίνουμε με το ΑΕΠ της ίδιας
χρονιάς. Ο λόγος δημόσιο
έλλειμμα/ΑΕΠ δεν μπορεί λοιπόν να χρησιμεύσει παρά σαν ένας δείκτης, που
μας δείχνει μια αχνή ιδέα για την πορεία της κατάστασης αλλά σε καμμιά
περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται και να χρησιμοποιείται σαν πυξίδα,
διότι δεν μετράει απολύτως τίποτα και επομένως δεν μπορεί να αποτελεί
κριτήριο. […]
Ναι, αλλά το πολιτικό − πολιτικό, όχι οικονομικό − ζήτημα παρέμενε: πώς να σκαρώσουμε τον εντυπωσιακό γνώμονα που μας ζητούσαν και που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν σύνθημα; Τόσο στεγνά και χοντροκομμένα έμπαινε το ζήτημα, που είχαμε ν’ απαντήσουμε εκείνο το βράδυ του Ιούνιου του 1981.
Στριμωγμένοι
λοιπόν χοντρά, αλλά ξέροντας πως κάθε αναφορά στο ΑΕΠ ακούγεται σαν
κάτι το κρίσιμο κι έτσι όλοι όσοι έχουν λίγες − όχι αρκετές − γνώσεις
πάνω στα οικονομικά την παίρνουν στα σοβαρά, σκαρώσαμε το στοιχειώδη λόγο δημόσιου ελλείμματος/ΑΕΠ, έναν
στρογγυλό ωραίο αριθμό, μια όμορφη χίμαιρα (με την αρχαία έννοια της
λέξης), με πλήρη συνείδηση ότι ήμασταν αρκετά καλυμμένοι από το κύρος
που μας έδιναν τα πτυχία μας. Δεν είχαμε τίποτα καλύτερο να προτείνουμε. Αυτός ο λόγος θα ήταν ο γνώμονας που μας ζητήθηκε. Απόμενε να σκεφτούμε ένα συγκεκριμένο ποσοστό. Δεν
μας πήρε ούτε δυο δευτερόλεπτα. Κοιτάξαμε τη πιο πρόσφατη πρόβλεψη του
ΑΕΠ για το 1982. Βάλαμε στο κομπιουτεράκι μας το φάντασμα των 100 δις
δημόσιου ελλείμματος, που πλανιόταν πάνω από το γραφείο μας, και
αφορούσε τον επερχόμενο προϋπολογισμό. Διαιρέσαμε και βρήκαμε έναν αριθμό κοντά στο 3%.
3% λοιπόν. Ωραίο νούμερο! Δεν
στηριζόταν παρά στις περιστάσεις, αλλά βόλευε μια χαρά. Ένα 1% θα
παραήταν στενό και εξωπραγματικό σε τελική ανάλυση. Ένα 2% θα ήταν, σε
αυτές τις δύσκολες ώρες, τρομερά δυσβάσταχτο κι επομένως δεν είχε νόημα
να το προτείνουμε. Άλλωστε, πώς να το πω, αισθανόμασταν πως ένα “2% του
ΑΕΠ” έδινε την εντύπωση ενός πολύ πλαδαρού και τεχνητού αριθμού. Αλλά ο
αριθμός 3, είναι ένας στέρεος αριθμός με ξακουστούς προγόνους (μερικούς
από τους οποίους εξακολουθούμε να λατρεύουμε). […]
Ανεβήκαμε λοιπόν ολόχαροι, για να μην πω περήφανοι, στο γραφείο του Μπιλζέρ με το “3% του ΑΕΠ”
μας. Και του δώσαμε να καταλάβει, πως αυτή τη δεδομένη ώρα (αυτό δεν
του το είπαμε) ήταν ό,τι πιο σοβαρό, και κυρίως ό,τι πιο ευπαρουσίαστο,
είχαμε να του προτείνουμε. Έπειτα γυρίσαμε στα σπίτια μας και η συνέχεια
είναι πια γνωστή.»
Guy Abeille, « Pourquoi le déficit à 3% du PIB est une invention100% française » [«Γιατί ο όρος “δημόσιο έλλειμα στο 3% του ΑΕΠ” είναι μια 100% γαλλική εφεύρεση»], άρθρο στην οικονομική εφημερίδα La Tribune (1 Οκτωβρίου 2010), από όπου και μετέφρασα.
Σημ. του H.S. Μια ω-ραία πεταλούουδα, μια ω-ραία πεταλούουδα / μια ωραία πεταλούδα εις το δάσος μια φορά... (όλοι μαζί τώρα, πάμε χαρωπά!)
Πηγή :http://dangerfew.blogspot.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου