Κάτι… καλό τρέχει με το ελληνικό σταφύλι και το κάνει αρκετά αρεστό
τους βόρειους Ευρωπαίους. Ειδικά στους Γερμανούς, τους Βρετανούς και
τους Ολλανδούς. Μπορεί οι συγκεκριμένες αγορές να είναι άκρως
απαιτητικές, όμως, η προηγμένη τεχνολογία συλλογής και προώθησης του
προϊόντος κατατάσσουν την Ελλάδα σε προνομιακό εξαγωγέα.
Όπως σημειώνει η Καθημερινή, τα άκοκκα ελληνικά σταφύλια των ποικιλιών Thompson και Crimson, ιδιαίτερα αυτά που παράγονται στις ιδανικές κλιματικές συνθήκες της Κορινθίας, θεωρούνται κορυφαίας ποιότητας διεθνώς.
Οι εργαζόμενες στο διαλογιστήριο της εταιρείας Suntip –συνολικά αριθμούν περίπου 150– διαλέγουν ένα ένα τα σταφύλια. Ελέγχουν το μέγεθός του (η Asda, για παράδειγμα, πελάτις της Suntip και βρετανική θυγατρική του αμερικανικού γίγαντα που λέγεται Wal-Mart, δεν δέχεται σταφύλια με περίμετρο μικρότερη από 17 χιλιοστά), την κατάσταση του μίσχου και άλλα πολλά.
Πριν φτάσουν τα σταφύλια στο συσκευαστήριο, στελέχη της εταιρείας έχουν ήδη μεταβεί στα αμπέλια των παραγωγών για να τα ελέγξουν για τα ζάχαρα, την υπολειμματικότητα των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιήθηκαν, την οξύτητά τους κ.ο.κ.
«Ενα 15% της παραγωγής απορρίπτεται και χρησιμοποιείται για ξίδι», εξηγεί στην «Κ» ο Γιάννης Ευαγγελαράς, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, δείχνοντας το μεταλλικό κοντέινερ όπου εναποτίθενται οι καρποί που έμειναν… μετεξεταστέοι. Και προσθέτει: «Αν φτάσει το προϊόν στον πελάτη και παρουσιάζει υπολειμματικότητα υψηλότερη από τα επιτρεπτά επίπεδα, τότε όχι μόνο δεν πληρώνεσαι, αλλά πρέπει να τον πληρώσεις για να το καταστρέψει».
Με ειδικά ψυγεία
Τα σταφύλια της Suntip –15 με 20 τόνους το ταξίδι– φτάνουν στη Βόρεια Ευρώπη με φορτηγά που διαθέτουν ειδικά ψυγεία, τα οποία τα διατηρούν στην ίδια μηδενική θερμοκρασία στην οποία αποθηκεύονται μετά τη διαλογή και τη συσκευασία τους, έως ότου παραληφθούν.
Η Ελλάδα, με κύριες περιοχές παραγωγής την Κορινθία, την Κρήτη (Ηράκλειο) και την Καβάλα, το 2012 παρήγαγε 292.700 τόνους επιτραπέζιων σταφυλιών (μόνο η Ιταλία μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών παρήγαγε περισσότερα). Πέρυσι, 89.100 τόνοι εξήχθησαν στο εξωτερικό, αποφέροντας συνάλλαγμα 124,7 εκατ. ευρώ.
Για να βρουν κορυφαίους αγοραστές στο εξωτερικό, εταιρείες σαν τη Suntip πρέπει να έχουν ποιοτικό προϊόν. Αυτό το οφείλουν σε ανθρώπους όπως ο Παναγιώτης και η Ρούλα Γιαννακοπούλου, των οποίων το χωράφι των 60 στρεμμάτων λίγα χιλιόμετρα από το συσκευαστήριο της Suntip επίσης επισκεφθήκαμε.
«Ολα έχουν γίνει πιο ακριβά τα τελευταία χρόνια – λιπάσματα, πετρέλαιο», λέει ο 45χρονος Παναγιώτης, ενώ η Ρούλα παρομοιάζει τη διαδικασία παραγωγής με εγκυμοσύνη.
Το μέγεθος του αμπελιού των Γιαννακόπουλων είναι μεγάλο για την περιοχή. Ενα από τα κεντρικά διαρθρωτικά μειονεκτήματα των περισσότερων Ελλήνων καλλιεργητών έναντι του ξένου ανταγωνισμού είναι η μικρή έκταση των κλήρων, που οδηγεί σε μειωμένη ανταγωνιστικότητα κόστους.
Παράλληλα, υπάρχει η κρατική αβελτηρία. Ενώ οι παραγωγοί υποφέρουν από χρόνια έλλειψη νερού στην περιοχή, η κατασκευή του φράγματος που θα λύσει το πρόβλημα, που εκκρεμεί εδώ και 12 χρόνια, ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί (αναμένεται το 2016). Επιπλέον, το κόστος μεταφοράς επιβαρύνεται από την κακή κατάσταση που εξακολουθεί να βρίσκεται ο δρόμος για την Πάτρα.
Το μαύρο «σύννεφο»
Επιπλέον, υπάρχει το ρωσικό εμπάργκο. Η Ελλάδα εξάγει μικρές ποσότητες επιτραπέζιων σταφυλιών στη Ρωσία. Ωστόσο, από τους 142.800 τόνους επιτραπέζιων σταφυλιών που εξήγαγε η Ε.Ε. το 2013 σε τρίτες χώρες, 43.000 τόνοι (το 31%) είχαν προορισμό τη ρωσική αγορά.
Το εμπάργκο σημαίνει πως οι χώρες της Ε.Ε. που εξήγαγαν στη Ρωσία θα προσπαθήσουν τώρα να διοχετεύσουν τα προϊόντα τους σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή αγορά, πιέζοντας προς τα κάτω τις τιμές.
«Προς το παρόν, υπάρχει ισχυρή ζήτηση και δεν έχουν παρουσιαστεί φαινόμενα υπερπροσφοράς στις αγορές που μας ενδιαφέρουν», λέει ο κ. Ευαγγελαράς. «Αλλά φυσικά, είναι μια σημαντική ανησυχία».
Όπως σημειώνει η Καθημερινή, τα άκοκκα ελληνικά σταφύλια των ποικιλιών Thompson και Crimson, ιδιαίτερα αυτά που παράγονται στις ιδανικές κλιματικές συνθήκες της Κορινθίας, θεωρούνται κορυφαίας ποιότητας διεθνώς.
Οι εργαζόμενες στο διαλογιστήριο της εταιρείας Suntip –συνολικά αριθμούν περίπου 150– διαλέγουν ένα ένα τα σταφύλια. Ελέγχουν το μέγεθός του (η Asda, για παράδειγμα, πελάτις της Suntip και βρετανική θυγατρική του αμερικανικού γίγαντα που λέγεται Wal-Mart, δεν δέχεται σταφύλια με περίμετρο μικρότερη από 17 χιλιοστά), την κατάσταση του μίσχου και άλλα πολλά.
Πριν φτάσουν τα σταφύλια στο συσκευαστήριο, στελέχη της εταιρείας έχουν ήδη μεταβεί στα αμπέλια των παραγωγών για να τα ελέγξουν για τα ζάχαρα, την υπολειμματικότητα των φυτοφαρμάκων που χρησιμοποιήθηκαν, την οξύτητά τους κ.ο.κ.
«Ενα 15% της παραγωγής απορρίπτεται και χρησιμοποιείται για ξίδι», εξηγεί στην «Κ» ο Γιάννης Ευαγγελαράς, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, δείχνοντας το μεταλλικό κοντέινερ όπου εναποτίθενται οι καρποί που έμειναν… μετεξεταστέοι. Και προσθέτει: «Αν φτάσει το προϊόν στον πελάτη και παρουσιάζει υπολειμματικότητα υψηλότερη από τα επιτρεπτά επίπεδα, τότε όχι μόνο δεν πληρώνεσαι, αλλά πρέπει να τον πληρώσεις για να το καταστρέψει».
Με ειδικά ψυγεία
Τα σταφύλια της Suntip –15 με 20 τόνους το ταξίδι– φτάνουν στη Βόρεια Ευρώπη με φορτηγά που διαθέτουν ειδικά ψυγεία, τα οποία τα διατηρούν στην ίδια μηδενική θερμοκρασία στην οποία αποθηκεύονται μετά τη διαλογή και τη συσκευασία τους, έως ότου παραληφθούν.
Η Ελλάδα, με κύριες περιοχές παραγωγής την Κορινθία, την Κρήτη (Ηράκλειο) και την Καβάλα, το 2012 παρήγαγε 292.700 τόνους επιτραπέζιων σταφυλιών (μόνο η Ιταλία μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών παρήγαγε περισσότερα). Πέρυσι, 89.100 τόνοι εξήχθησαν στο εξωτερικό, αποφέροντας συνάλλαγμα 124,7 εκατ. ευρώ.
Για να βρουν κορυφαίους αγοραστές στο εξωτερικό, εταιρείες σαν τη Suntip πρέπει να έχουν ποιοτικό προϊόν. Αυτό το οφείλουν σε ανθρώπους όπως ο Παναγιώτης και η Ρούλα Γιαννακοπούλου, των οποίων το χωράφι των 60 στρεμμάτων λίγα χιλιόμετρα από το συσκευαστήριο της Suntip επίσης επισκεφθήκαμε.
«Ολα έχουν γίνει πιο ακριβά τα τελευταία χρόνια – λιπάσματα, πετρέλαιο», λέει ο 45χρονος Παναγιώτης, ενώ η Ρούλα παρομοιάζει τη διαδικασία παραγωγής με εγκυμοσύνη.
Το μέγεθος του αμπελιού των Γιαννακόπουλων είναι μεγάλο για την περιοχή. Ενα από τα κεντρικά διαρθρωτικά μειονεκτήματα των περισσότερων Ελλήνων καλλιεργητών έναντι του ξένου ανταγωνισμού είναι η μικρή έκταση των κλήρων, που οδηγεί σε μειωμένη ανταγωνιστικότητα κόστους.
Παράλληλα, υπάρχει η κρατική αβελτηρία. Ενώ οι παραγωγοί υποφέρουν από χρόνια έλλειψη νερού στην περιοχή, η κατασκευή του φράγματος που θα λύσει το πρόβλημα, που εκκρεμεί εδώ και 12 χρόνια, ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί (αναμένεται το 2016). Επιπλέον, το κόστος μεταφοράς επιβαρύνεται από την κακή κατάσταση που εξακολουθεί να βρίσκεται ο δρόμος για την Πάτρα.
Το μαύρο «σύννεφο»
Επιπλέον, υπάρχει το ρωσικό εμπάργκο. Η Ελλάδα εξάγει μικρές ποσότητες επιτραπέζιων σταφυλιών στη Ρωσία. Ωστόσο, από τους 142.800 τόνους επιτραπέζιων σταφυλιών που εξήγαγε η Ε.Ε. το 2013 σε τρίτες χώρες, 43.000 τόνοι (το 31%) είχαν προορισμό τη ρωσική αγορά.
Το εμπάργκο σημαίνει πως οι χώρες της Ε.Ε. που εξήγαγαν στη Ρωσία θα προσπαθήσουν τώρα να διοχετεύσουν τα προϊόντα τους σε μεγάλο βαθμό στην ευρωπαϊκή αγορά, πιέζοντας προς τα κάτω τις τιμές.
«Προς το παρόν, υπάρχει ισχυρή ζήτηση και δεν έχουν παρουσιαστεί φαινόμενα υπερπροσφοράς στις αγορές που μας ενδιαφέρουν», λέει ο κ. Ευαγγελαράς. «Αλλά φυσικά, είναι μια σημαντική ανησυχία».
Πηγή: iefimerida.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου